Ντροπαλότητα στην παιδική και εφηβική ηλικία

Η ντροπαλότητα αφορά στην ανησυχία κάποιου ατόμου στο ενδεχόμενο ή στην περίπτωση να έρθει σε επαφή με άτομα που δεν γνωρίζει καλά. Μπορεί να αποτελεί πρόδρομο κάποιας μορφής αγχώδους διαταραχής ή να συνυπάρχει με αυτήν.

Παρόλο που η ντροπαλότητα είναι συνήθης σε αρκετά παιδιά και εφήβους και μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες, ακόμα και αν εντοπιστεί, σπάνια γίνεται κάτι για να αντιμετωπιστεί συστηματικά. Για το λόγο αυτό, πολλά παιδιά και έφηβοι δεν έχουν καμία βοήθεια, ούτε καν στο σχολείο τους όπου περνούν ένα μεγάλο μέρος της καθημερινότητάς τους.

Θα πρέπει να διευκρινιστεί ευθύς εξ αρχής πως η ντροπαλότητα, στην παιδική ή εφηβική ηλικία, ναι μεν δεν συνιστά κάποιου είδους ψυχική διαταραχή, μπορεί όμως να μπλοκάρει, σε μεγάλο βαθμό, την ψυχοκοινωνική εξέλιξη του παιδιού/εφήβου.

Κάτι άλλο, επίσης σημαντικό, που θα πρέπει να τονιστεί, είναι πως η ντροπαλότητα δεν είναι ούτε πάντα, αλλά ούτε και αποκλειστικά πρόβλημα του ίδιου του παιδιού/εφήβου. Αρκετές φορές, μεγαλύτερο πρόβλημα δημιουργεί η λανθασμένη και άκομψη -αν όχι απαράδεκτη- στάση του περίγυρου απέναντι στο παιδί ή στον έφηβο, παρά αυτή καθαυτή η ντροπαλότητά του.

Η σημερινή κοινωνία, ως έχει, δεν αποτελεί εύκολο περιβάλλον για άτομα ντροπαλά ή χαμηλών τόνων, από τη στιγμή που υπερτονίζεται η ατομικότητα, η αυτάρκεια και η ηχηρή παρουσία. Πολλά άτομα που ντρέπονται, ιδιαίτερα οι έφηβοι, νιώθουν πως θα πρέπει να γίνουν «κάποιος άλλος» για να έχουν θέση σε ένα τέτοιο περιβάλλον, και ντροπή που δεν έχουν την άνεση να συμμετέχουν με τους ίδιους όρους.

Αιτιολογικοί παράγοντες της ντροπαλότητας

Η ντροπαλότητα θεωρείται πλέον, από τους περισσότερους επιστήμονες, πως οφείλεται στη συνέργεια τόσο κληρονομικών όσο και περιβαλλοντικών παραγόντων. Για παράδειγμα, πολλές έρευνες έχουν διαπιστώσει πως οι μητέρες ντροπαλών και ανήσυχων μικρών παιδιών είναι συχνά ελεγκτικές και υπερπροστατευτικές απέναντι στα παιδιά τους. Λειτουργούν σαν να μην εμπιστεύονται την κοινωνική ικανότητα των τελευταίων και προσπαθούν οι ίδιες να τα βρουν φίλους ή να διευθετούν προβλήματά τους.

Κάτι ανάλογο διαπιστώνουν και έρευνες με ντροπαλούς εφήβους, οι μητέρες των οποίων φαίνεται να είναι συχνά πιο ελεγκτικές με τα παιδιά τους, απ΄ό,τι οι μητέρες μη ντροπαλών εφήβων, και να βιώνονται από αυτά ως πιο απορριπτικές και λιγότερο ζεστές συναισθηματικά. Η άποψη που επικρατούσε για πολλές δεκαετίες, όσον αφορά στην αιτιολογία της ντροπαλότητας παιδιών και εφήβων, ήταν πως η στάση των γονιών είναι αυτή που προκαλεί και ενισχύει την ντροπαλότητα των παιδιών τους. Τώρα, πλέον, πιστεύεται πως μπορεί να είναι και η έμφυτη ντροπαλότητα του ίδιου του παιδιού που πυροδοτεί τη συγκεκριμένη στάση των γονιών απέναντί του.

Περίπου το 40-50% των ατόμων στο δυτικό κόσμο περιγράφουν τους εαυτούς τους ως ντροπαλούς, αλλά ο βαθμός ντροπαλότητας ποικίλει από άτομο σε άτομο και μπορεί να έχει διαφορετική σημασία και επίπτωση στη ζωή του κάθε ξεχωριστού ατόμου. Για παράδειγμα, μπορεί κάποιος να είναι ντροπαλός αλλά να συμπεριφέρεται ως άτομο εξωστρεφές, ενώ κάποιος άλλος να είναι ντροπαλός σε ορισμένες μόνο ή στις περισσότερες κοινωνικές καταστάσεις.

Η έρευνα έχει, επίσης, καταδείξει πως υπάρχει ισχυρή διασύνδεση μεταξύ ντροπαλότητας και διαφόρων πολιτισμικών παραγόντων.

Στις Η.Π.Α., για παράδειγμα, οι έρευνες κατέδειξαν πως η ντροπαλότητα είναι μεγαλύτερη μεταξύ των ασιατικής καταγωγής, και μικρότερη μεταξύ των εβραϊκής καταγωγής αμερικανών πολιτών. Ανάλογες έρευνες -σε 8 διαφορετικές χώρες και με την ίδια μεθοδολογία- έδειξαν πως ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού ηλικίας 18-21 ετών είναι ντροπαλοί σε ποσοστά που κυμαίνονται μεταξύ του 31% στο Ισραήλ έως 57% στην Ιαπωνία και 55% στην Ταϋλάνδη. Στο Μεξικό, στη Γερμανία, στην Ινδία και στον Καναδά, το ποσοστό αυτό ήταν 40%. Σε όλες τις χώρες, η ντροπαλότητα θεωρείται περισσότερο ως αρνητικό παρά ως θετικό χαρακτηριστικό, με ένα ποσοστό άνω του 60% να τη θεωρούν ως πρόβλημα.

Δεν φαίνεται να υπάρχει ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στα δύο φύλα. Απλά, τα αγόρια και οι άνδρες προσπαθούν με κάθε τρόπο να καλύψουν τη ντροπαλότητά τους καθώς αυτή θεωρείται ως «θηλυκό» χαρακτηριστικό.

Ντροπαλότητα και παιδική ηλικία

Η φυσιολογική ντροπαλότητα

Ντροπαλότητα σημαίνει να νιώθει κάποιος ένταση και άγχος -σε διάφορες διαβαθμίσεις- στην παρουσία άλλων ατόμων. Αυτό συμβαίνει, συνήθως, στην παρουσία άγνωστων ατόμων ή σε καταστάσεις όπου κάποιος δεν νιώθει, για κάποιο λόγο, ασφαλής. Η ντροπαλότητα είναι κάτι το φυσιολογικό. Όλοι έχουμε, τουλάχιστον κάποιες φορές, νιώσει άβολα σε ορισμένες καταστάσεις. Για κάποια άτομα, όμως, η ντροπαλότητα αποτελεί στοιχείο της προσωπικότητάς τους που παρεμβαίνει σε πολλές καταστάσεις της καθημερινότητάς τους, δημιουργώντας τους σοβαρά προβλήματα.

Τα άτομα διαχειρίζονται την ντροπαλότητά τους με διάφορους τρόπους. Υπάρχει, όμως, σύμφωνα με πολλούς επιστήμονες, και η αποκαλούμενη φυσιολογική ντροπαλότητα που κάθε άλλο παρά προβληματικό φαινόμενο θεωρείται. Εμφανίζεται σε περιπτώσεις όπου το άτομο βρίσκεται ενώπιον μιας νέας κατάστασης ή, στην περίπτωση ενός εφήβου, όταν αυτός έρχεται αντιμέτωπος με εντελώς πρωτόγνωρες καταστάσεις, επιλέγοντας να μην «πάει και ας του βγει και σε κακό…».

Η στάση αυτή μπορεί να θεωρηθεί από κάποιους ως επιφυλακτικότητα αλλά είναι συνηθισμένη, ακόμα και σε άτομα που δεν θεωρούνται από τους άλλους, αλλά που ούτε και τα ίδια θεωρούν τους εαυτούς τους ως ντροπαλούς. Τα άτομα αυτά είναι σαν να βρίσκονται σε μια συνεχή ετοιμότητα «για κάθε ενδεχόμενο», κάτι που τα καθιστά πιο αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση νέων καταστάσεων.

Η ντροπαλότητα ως ασπίδα προστασίας

Η πρόωρη ιδίως εφηβεία συνδέεται συχνά με μία σειρά από προβλήματα, πολλά εκ των οποίων σοβαρά, όπως η εγκληματικότητα, η χρήση αλκοόλ και ουσιών, η έναρξη του καπνίσματος και οι ανεξέλεγκτες ερωτικές σχέσεις, σκασιαρχείο κ.ά. Σύγχρονες έρευνες δείχνουν πως οι ντροπαλοί έφηβοι εμφανίζουν σπανιότερα και λιγότερα τέτοιου είδους προβλήματα, σε σύγκριση με συνομήλικούς τους που δεν είναι (τόσο) ντροπαλοί. Από την άποψη αυτή, η ντροπαλότητα μπορεί να θεωρηθεί ως ασπίδα προστασίας απέναντι σε τέτοιου είδους δυνητικούς κινδύνους της ηλικίας αυτής και απέναντι στις πιέσεις που δέχεται συχνά ένας έφηβος για να κάνει πράγματα για τα οποία, πιθανότατα, αργότερα θα μετανιώσει.

Η έρευνα δείχνει, επίσης, πως τα περισσότερα ντροπαλά άτομα, ανεξάρτητα από την ηλικία έναρξης της ντροπαλότητάς τους, τα καταφέρνουν πολύ καλά στη ζωή τους μακροπρόθεσμα. Για παράδειγμα, ένα από τα ερευνητικά ευρήματα δείχνει πως τα ντροπαλά άτομα, παντρεύονται, αποκτούν παιδιά και κάνουν καριέρα, όπως ακριβώς και όλοι οι άλλοι, αν και κάπως αργότερα στη ζωή.

Ένα σημείο, στο οποίο θα πρέπει να δοθεί προσοχή, είναι το ότι οι ντροπαλοί έφηβοι αναζητούν την παρέα άλλων συνομηλίκων τους με παρόμοιες δυσκολίες, γιατί μαζί τους νιώθουν πιο ασφαλείς και χαλαροί. Αυτό, όμως, έχει ως αποτέλεσμα να ενισχύει ο ένας την ανεσταλμένη συμπεριφορά του άλλου και, ως εκ τούτου, να συμβάλει στη στασιμότητα της κοινωνικής του επάρκειας.

Ο «παράξενος» εγωκεντρισμός των ντροπαλών ατόμων

Ακούγεται παράδοξο πως άτομα -όπως αυτά που ντρέπονται- που αποφεύγουν πάση θυσία να φανούν, ακόμα και να γίνουν ορατά από τους άλλους, μπορεί να είναι εγωκεντρικά. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως επιδιώκουν να γίνουν το επίκεντρο της προσοχής των άλλων, αλλά πως έχουν απόλυτη συνείδηση της δική τους συμπεριφοράς και ανησυχούν για την εικόνα που θα σχηματίσουν οι άλλοι για το άτομό τους.

Με άλλα λόγια, τα ντροπαλά άτομα (παιδιά, έφηβοι, ενήλικες) είναι σαν να έχουν τους προβολείς τους στραμμένους προς τα μέσα, δηλαδή, προς τον εαυτό τους, να καταγράφουν αδιάλειπτα κάθε τους αντίδραση, την ίδια στιγμή που συμβαίνουν τόσα άλλα πράγματα τριγύρω τους και τα οποία δεν είναι σε θέση να ερμηνεύσουν, αφού δεν μένουν ιδιαίτερα σε αυτά. Δεν στέκονται ιδιαίτερα, επίσης, ούτε και στο πώς τα όσα λένε ή κάνουν εκλαμβάνονται από τον περίγυρό τους. Οι φαντασιώσεις τους για το ενδεχόμενο να έχουν γίνει ή πως πρόκειται να γίνουν «ρεζίλι» βρίσκουν, ως εκ τούτου, ελεύθερο πεδίο ώστε να αρχίσουν να καλπάζουν…

Εφηβεία

Οι αυτοκατηγορίες των ντροπαλών ατόμων

Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν την τάση να ερμηνεύουν την όποια συμπεριφορά τους με εξωτερικά κριτήρια, ενώ τη συμπεριφορά άλλων βάσει εσωτερικών παραγόντων, δηλαδή, με βάση τα προσωπικά χαρακτηριστικά και τις ιδιαιτερότητες τους. Για παράδειγμα, αν καθίσουμε κάπως απόμερα μόνοι μας σε ένα πάρτι, επειδή δεν περνάμε ευχάριστα, θα πούμε στον εαυτό μας, ή αν μας ρωτήσουν, πως το κάνουμε επειδή βαριόμαστε, κι αυτή θα είναι η αλήθεια. Εάν βλέπαμε, όμως, κάποιον άλλον να κάνει το ίδιο, η πιθανότερη ερμηνεία που θα δίναμε θα ήταν πως πρόκειται για ένα βαρετό ή ντροπαλό ή, ενδεχομένως, για ένα άτομο με χαμηλή αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση.

Τα ντροπαλά άτομα, όμως, δεν λειτουργούν με αυτόν τον τρόπο. Ενοχοποιούν, συνήθως, εσωτερικούς παράγοντες, δηλαδή τον εαυτό τους, όταν τους συμβεί κάτι. Στο παράδειγμα που προαναφέραμε, ένα ντροπαλό άτομο θα σκέφτονταν: «Είμαι μόνος εδώ μέσα γιατί με όλοι με βρίσκουν εντελώς αδιάφορο ως άτομο». Το ντροπαλό άτομο λειτουργεί με τον τρόπο αυτόν γιατί είναι σε τέτοιο βαθμό στραμμένο στον εαυτό του που δυσκολεύεται να δει αιτίες που βρίσκονται έξω από αυτόν.

Η «προκλητική εξωστρέφεια» κάποιων εφήβων

Υπάρχουν έφηβοι που επιλέγουν να έχουν μια πολύ εκκεντρική εμφάνιση (ντύσιμο, μαλλί κ.ά.). Πίσω από μια τέτοιου είδους εμφάνιση μπορεί να «κρύβεται» ένας πολύ ντροπαλός έφηβος. Μία στρατηγική διαχείρισης της ντροπαλότητας είναι και η υιοθέτηση μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ταυτότητας. Μία ακραία εξωτερική εμφάνιση μπορεί να περιορίσει αισθητά τον κοινωνικό κύκλο κάποιου, κρατώντας σε απόσταση τους υπόλοιπους. Ένας τέτοιος έφηβος μπορεί να λέει, με τον τρόπο του, «Προσέξτε με!», αλλά ταυτόχρονα «Αγνοήστε με», «Κρατηθείτε μακριά μου» ή «Φτύστε με»…

Ο ρόλος του εκπαιδευτικού στο σχολείο και τι μπορεί να κάνει

«Αν συμμετείχε περισσότερο στη διάρκεια του μαθήματος, θα του/της έβαζα μεγαλύτερο βαθμό, έτσι όμως…».

Πολλά παιδιά και οι γονείς τους, στις καθιερωμένες συναντήσεις με τους καθηγητές των πρώτων, γίνονται αποδέκτες ανάλογων σχολίων, χρόνος μπαίνει χρόνος βγαίνει. Τα παιδιά υπόσχονται, πιεζόμενα, πως θα προσπαθήσουν να το αλλάξουν, χωρίς όμως να γνωρίζουν, συνήθως, τον τρόπο. Τους είναι τόσο επώδυνο να μιλήσουν, ενώπιον όλων, μέσα στην τάξη. Και αν κάνουν κάποιο λάθος; Αν η τάξη γελάσει μαζί τους;

Τα παιδιά αυτά γνωρίζουν πολύ καλά τη δυσκολία τους -δηλαδή, το πόσο πολύ ντρέπονται και φοβούνται- αλλά οι όποιες άμεσες ή έμμεσες απειλές για χαμηλότερους βαθμούς, σε περίπτωση που δεν καταφέρουν να την ξεπεράσουν, μόνο κακό τα κάνει. Η πίεση και η ανασφάλεια που νιώθουν ενισχύονται, πυροδοτώντας ακόμα ευκολότερα το καμίνι της δυσκολίας τους αυτής.

Παρόλο που η ντροπαλότητα αποτελεί σύνηθες φαινόμενο, μοιάζει να είναι σχεδόν αόρατο για το μεγαλύτερο μέρος του εκπαιδευτικού προσωπικού των σχολείων. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στο ότι οι ντροπαλοί μαθητές σχεδόν ποτέ δεν δημιουργούν προβλήματα με τη συμπεριφορά τους στον περίγυρό τους, αλλά και στο ότι το εκπαιδευτικό προσωπικό, ακόμα και όταν αντιλαμβάνεται το πρόβλημα, δεν ξέρει τι ακριβώς να κάνει για να βοηθήσει τον ντροπαλό μαθητή. Απλά, δεν έχουν καμία απολύτως εκπαίδευση για κάτι τέτοιο.

Το εκπαιδευτικό προσωπικό το πρώτο πράγμα που θα πρέπει να κάνει είναι να εντοπίσει αυτούς τους μαθητές, γνωρίζοντας τα συνήθη σημάδια που παρουσιάζουν αυτά τα παιδιά (π.χ. δεν σηκώνουν χέρι στην τάξη, κάθονται στα πίσω θρανία, αφήνουν τους άλλους να προηγηθούν σε ουρές αναμονής, απουσιάζουν από μαθήματα γυμναστικής, παρουσιάσεις κ.τ.λ.).

Κατόπιν, να μιλήσει με το ίδιο το παιδί/έφηβο και να ακούσει με προσοχή το πώς το ίδιο βιώνει την κατάστασή του. Ορισμένα είναι ντροπαλά σε συγκεκριμένες καταστάσεις και άλλα σχεδόν στα πάντα.

Ο εκπαιδευτικός, παράλληλα με μια στάση πλήρους αποδοχής της ιδιαιτερότητας του μαθητή του, δηλαδή της επιφυλακτικότητας και της σιωπής του, θα πρέπει να έχει το θάρρος να μιλήσει μαζί του και για τις πιθανές συνέπειες που μπορεί να έχει η ντροπαλότητά του, να αναφέρει πως υπάρχουν πολλά παιδιά που νιώθουν ανάλογα πράγματα και πως υπάρχουν τρόποι που μπορούν να βοηθήσουν το παιδί, αρκεί να το επιθυμεί το ίδιο. Να καταστρώσουν, από κοινού με το παιδί, κάποιο σχέδιο δράσης που να το βρίσκει σύμφωνο (π.χ. να απαντήσει σε μια προσυμφωνημένη ερώτηση, να μοιράσει κόλλες αναφοράς, ενώπιον κάπου διαγωνίσματος, ή φωτοτυπίες στην τάξη, να το επαινέσει για κάποιο καλό γραπτό ή άλλη επίδοσή του μέσα στην τάξη κ.τ.λ.)

Επιβεβαίωση του ντροπαλού μαθητή με διάφορους τρόπους λεκτικούς και μη (ένα ζεστό χαμόγελο ή ανάλογη βλεμματική επαφή στη διάρκεια του μαθήματος, ένα άγγιγμα στον ώμο κ.τ.λ.).

Τέλος, για να έχουν όλα αυτά νόημα και αποτέλεσμα, ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να φροντίσει να υπάρχει ένα ασφαλές κλίμα στην τάξη, με σαφείς κανόνες, π.χ. όσον αφορά στον τρόπο που η τάξη συμπεριφέρεται ως ακροατήριο όταν κάποιος εξετάζεται προφορικά ή απαντά σε κάποια ερώτηση κ.τ.λ.

Ντροπαλότητα και εφηβεία

Τρόποι αντιμετώπισης της ντροπαλότητας από τους γονείς

Οι γονείς θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο ενθαρρυντικοί, υποστηρικτικοί και γενναιόδωροι συναισθηματικά γίνεται. Δεν θα πρέπει να απογοητεύονται -πολύ περισσότερο δε να το δείχνουν- εάν το παιδί τους δεν έχει, για παράδειγμα, αρκετούς φίλους όπως τα υπόλοιπα. Ως γονιός ενός ντροπαλού παιδιού/εφήβου, θα πρέπει κάποιος να δείξει υπομονή, μέχρι το παιδί του να βρει τις στρατηγικές που του ταιριάζουν, έχοντας ταυτόχρονα διατηρήσει την αυτοεκτίμησή του όσο γίνεται πιο αλώβητη.

Για να φανεί κάποιος χρήσιμος στο ντροπαλό παιδί του, σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να κρίνει ή να κατακρίνει την προσωπικότητά του. Εάν ο έφηβος αρχίσει να νιώθει ντροπή για τη ντροπαλότητά του, αυτό σημαίνει πως έχει δημιουργηθεί ένα σοβαρότερο πρόβλημα, ακόμα και από αυτήν την ίδια τη ντροπαλότητα.

Οι παρακάτω τρόποι αντιμετώπισης της ντροπαλότητας αφορούν στη στάση που έχει διαπιστωθεί πως θα πρέπει να τηρεί ένας ενήλικας -και κυρίως οι γονείς- υπό την οποιαδήποτε ιδιότητα, απέναντι στο παιδί ή στον έφηβο ώστε να περιορισθούν στο ελάχιστο δυνατό οι όποιες αρνητικές της επιπτώσεις.

Εξάσκηση των κοινωνικών δεξιοτήτων του παιδιού/εφήβου:

εξάσκηση στο να υποστηρίζει την άποψή του και να υπερασπίζεται -όταν υπάρχει λόγος- τον εαυτό του, καθώς και στο να ζητά -όποτε το κρίνει αναγκαίο- βοήθεια και να μην υποκύπτει στις οποιεσδήποτε πιέσεις συμμαθητών ή συνομηλίκων με τις οποίες δεν συμφωνεί. Το παιχνίδι ρόλων εδώ βοηθά πολύ, με το να δοκιμάζονται και να συγκρίνονται συμπεριφορές και στάσεις ενδοτικές και υπερασπιστικές ή με το να υποδύεται ο ενήλικας το ρόλο του ντροπαλού και υποχωρητικού ώστε να έχει το παιδί πιο συγκεκριμένη εικόνα της συμπεριφοράς του.

Αποφυγή ετικετών:

αποφεύγουμε να αποκαλούμε το παιδί ή τον έφηβο «Είσαι» ή «μην είσαι ντροπαλός», ακόμα και αν είναι, τόσο στους προσωπικούς μας διαλόγους μαζί του, πολύ περισσότερο δε μπροστά σε άλλους. Αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει να αποκαλούμε το παιδί ως κάτι που δεν είναι, π.χ. «Εσύ είσαι θαρραλέος» κ.τ.λ.

Αποφυγή απομόνωσης του παιδιού/εφήβου:

τα ντροπαλά παιδιά/έφηβοι έχουν την τάση να απομονώνονται. Δεν θα πρέπει να συναινούμε στο να συμβαίνει κάτι τέτοιο για μεγάλα χρονικά διαστήματα, αλλά να ενθαρρύνουμε και να διευκολύνουμε (όχι να πιέζουμε ή να εξαναγκάζουμε), με διάφορους τρόπους, την επικοινωνία και επαφή του με άλλους.

Ενίσχυση της εμπιστοσύνης προς τους άλλους:

τα παιδιά/έφηβοι που ντρέπονται δυσκολεύονται περισσότερο από άλλους να εμπιστευθούν άλλα άτομα. Για το λόγο αυτό, είναι πολύ σημαντικό να καλλιεργηθεί μια στάση μεγαλύτερης εμπιστοσύνης προς τους άλλους, εφόσον δεν υπάρχει λόγος περί του αντιθέτου.

Ενθάρρυνση των θετικών σκέψεων:

τα παιδιά ή οι έφηβοι που ντρέπονται έχουν συχνά την πεποίθηση πως αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ. Ένα σημαντικό αντίδοτο απέναντι σε μια τέτοιου είδους παθητική και απαισιόδοξη στάση είναι η ενθάρρυνση του παιδιού/εφήβου να σκέφτεται τις θετικές και δυνατές πλευρές του εαυτού του, διάφορα πράγματα που καταφέρνει ή που μπόρεσε να καταφέρει παλαιότερα και που είχαν θετική έκβαση. Ένα παιδί που ντρέπεται μπορεί να αντλήσει δύναμη και θάρρος σκεπτόμενο π.χ. «Εκείνη τη φορά που απευθύνθηκα στον τάδε συμμαθητή μου, μου ανταποκρίθηκε πρόθυμα».

Αποδοχή της ντροπαλότητας του παιδιού/εφήβου:

είναι ιδιαίτερα σημαντικό το παιδί ή ο έφηβος να μην επικρίνεται/κατακρίνεται για αυτό που είναι ή που δεν είναι, καθώς αυτό δεν αποτελεί επιλογή αλλά εγγενή δυσκολία του.

Αυτό που προκύπτει, ολοένα και περισσότερο και με βάση τα νέα ερευνητικά δεδομένα, είναι πως η υψηλή αυτοεκτίμηση δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για να νιώθει κάποιος καλά και για να έχει επιτυχίες στη ζωή του.

Ορισμένοι, ερευνητές, μάλιστα, επισημαίνουν τους κινδύνους που έχει η έμφαση στον αγώνα για την απόκτηση αυτοεκτίμησης που μπορεί περισσότερο να βλάψει παρά να ωφελήσει…

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως είναι πολύ καλύτερο να εκτιμά και να νιώθει ευχαριστημένος κάποιος με τον εαυτό του, παρά το αντίθετο. Απείρως προτιμότερο είναι, όμως, να μη χρειάζεται να είμαστε τόσο πολύ στραμμένοι γύρω από τον εαυτό και την αξία μας. Παρόλο που ένα παιδί μπορεί να τονώνεται προς στιγμήν από τους επαίνους του γονιού του, η αυτοεκτίμησή του δεν αλλάζει προς το καλύτερο, επί της ουσίας, μόνο από αυτούς.

Η μεγάλη έμφαση στην αυτοεκτίμηση -και, μάλιστα, με λάθος τρόπο- εμπεριέχει τον κίνδυνο στρέφεται η προσοχή μας προς τα έσω, εξαιτίας αυτής της συνεχούς ενασχόλησης με την αξιολόγηση της προσωπικής μας αξίας, αντί προς τον περίγυρό μας, δηλαδή προς τις τόσες δυνατότητες για διάφορες δραστηριότητες και σχέσεις που μας κλείνουν το μάτι και που αυτές είναι το κύριο μέσο για να νιώθει κάποιος καλά με τον εαυτό και τη ζωή του…

Για την υπηρεσία online ψυχολόγος, (online συνεδρίες) κάντε κλικ ΕΔΩ
Για ραντεβού στο γραφείο του Σάββα Ν. Σαλπιστή , Ph.D. , κάντε κλικ ΕΔΩ
Σάββας Ν. Σαλπιστής, Ph.D., Κλινικός Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπευτής
Κλινικός Ψυχολόγος Πανεπιστημίου Στοκχόλμης
Διπλωματούχος Ψυχοθεραπευτής
Βασιλικού Ιατροχειρουργικού Ινστιτούτου Karolinska Στοκχόλμης
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο: i-psyxologos.gr από όπου το αναδημοσιεύουμε, χωρίς να μαας ανήκει.