Ο φόβος των παιδιών για τις ενέσεις

Ο φόβος θεωρείται αφύσικος, όταν εμφανίζεται υπέρμετρα μεγάλος όλο και συχνότερα και δεν σχετίζεται με τον πραγματικό κίνδυνο. Τέτοιου είδους αφύσικοι και κατά βάση ανάρμοστοι φόβοι χαρακτηρίζονται φοβίες.

Η ένεση της ινσουλίνης και το απαραίτητο τρύπημα στο δάχτυλο για τη μέτρηση του σακχάρου θεωρούνται, κυρίως στην αρχή της θεραπείας του διαβήτη, οι μεγαλύτερες προκλήσεις για τους γονείς και τα παιδιά. Αλλά και στη πορεία του διαβήτη, μπορεί να εμφανιστεί ο φόβος για την ένεση και να δυσχεραίνει τη θεραπεία.

Αν τα παιδιά φοβούνται την ένεση ινσουλίνης ή αντιδρούν, υπάρχει κίνδυνος η χορήγηση της ινσουλίνης να μην γίνεται σωστά. Η πιθανή συνέπεια είναι να μην εναλλάσσονται οι θέσεις της ενέσεως, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται σκληρύνσεις στα σημεία εφαρμογής της βελόνας.

Μερικές φορές, ο φόβος του παιδιού για την ένεση οδηγεί σε πεισματική του άρνηση, με συνέπεια οι γονείς να αναγκάζονται να το κρατούν ακίνητο με το ζόρι, πράγμα ιδιαίτερα κουραστικό για όλους, αλλά παράλληλα και αιτία συγκρούσεων μεταξύ γονέων και παιδιού

Ο φόβος: Φυσική αντίδραση

Μετά τη διάγνωση του διαβήτη, αρχίζουν οι δυσκολίες πολλών παιδιών και γονέων σχετικά με τη καθημερινή χρήση της βελόνας. Αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στο ότι ο φόβος για την ένεση ή τη βελόνα ανήκει στις φυσιολογικές αντιδράσεις του ανθρώπου.

Ακριβώς όπως η αγοραφοβία, η κλειστοφοβία ή η αραχνοφοβία, ο φόβος για την ένεση είναι ευρύτατα διαδεδομένος και δεν περιορίζεται μόνο στα παιδιά αλλά και από τους μεγάλους. Ο φόβος αποτελεί αρχικά ένα είδος προστατευτικής λειτουργίας: Ο φόβος προφυλάσσει τους ανθρώπους από τους κινδύνους.

Γι’ αυτό και είναι φυσικό τα παιδιά αλλά και οι γονείς να φοβούνται, στην αρχή της θεραπείας με ινσουλίνη, να χρησιμοποιούν τις ενέσεις. Κυρίως στα μικρά παιδιά, ο φόβος για την ένεση είναι πολύ μεγάλος.

Ο φόβος για ιατρικές επεμβάσεις και ενέσεις ανήκει στους φυσικούς φόβους των παιδιών.

Ο φόβος μόνον τότε θεωρείται αφύσικος όταν εμφανίζεται όλο και συχνότερα υπέρμετρα μεγάλος και δεν έχει καμία σχέση με τον πραγματικό κίνδυνο. Τέτοιου είδους αφύσικοι και κατά βάση ανάρμοστοι φόβοι χαρακτηρίζονται φοβίες.

Οι περισσότεροι φόνοι βασίζονται σε συγκεκριμένες, αρνητικές εμπειρίες που έχει αποκτήσει προηγούμενα ο άνθρωπος από το αντικείμενο που του προξενεί το φόβο. Έτσι δημιουργείται και ο φόβος για την ένεση. Με άλλα λόγια: ο άνθρωπος μαθαίνει να φοβάται.

Οι συχνότεροι φόβοι των παιδιών στην ηλικία μεταξύ 5 και 12 ετών είναι:

  • Τα υπερφυσικά γεγονότα, φαντάσματα, μάγισσες
  • Το σκοτάδι και τα άγνωστα μέρη
  • Οι επιθέσεις από άγρια ζώα ή τέρατα
  • Οι τραυματισμοί, οι ενέσεις, οι εγχειρήσεις, τα τραύματα και οι πληγές

Η αιτία: Επίκτητη συμπεριφορά

Ο φόβος για την ένεση είναι επίκτητος: τα παιδιά βλέπουν π.χ. σε μία ταινία, ότι κάποιος κάνει ένεση και πονάει. Επίσης οι γονείς και τα αδέρφια μπορούν να χρησιμεύσουν σαν «πρότυπα που φοβούνται». Το παιδί πείθεται από τις εμπειρίες του, ότι η ένεση «πονάει». Δημιουργείται λοιπόν μία εσωτερική πεποίθηση, που και μόνο στη θέα της ένεσης ελκύει συναισθήματα φόβου. Οι συνέπειες είναι η αποφυγή και η αμυντική αντίδραση για να αποφευχθεί ο «κίνδυνος».

Όσο τα παιδιά πηγαίνουν στο γιατρό μόνο για να εμβολιαστούν ή για μία φορά όταν είναι άρρωστα, ο φόβος για την ένεση δεν είναι και τόσο σπουδαίο πρόβλημα. Στην περίπτωση του διαβήτη, όμως, χορηγούνται καθημερινά περισσότερες από μία ενέσεις ινσουλίνης.

Το δάκτυλο τρυπιέται για τον καθορισμό του σακχάρου και στις τακτικές επισκέψεις στα εξωτερικά ιατρεία παίρνεται αίμα από τη φλέβα. Το σύνολο των επαφών αυτών με ενέσεις και βελόνες επιβαρύνει κυρίως τα παιδιά που φοβούνται τις ενέσεις και δυσκολεύουν όλους τους συμμετέχοντες στη θεραπεία του διαβήτη.

Τα παιδιά θυμούνται επίσης καλά πότε πόνεσαν. Όταν η ένεση ινσουλίνης γίνει αισθητή μία φορά εντονότερα απ’ ότι συνήθως, π.χ. κατά την αλλαγή του σημείου εφαρμογής της βελόνας, , τα ευαίσθητα παιδιά είναι δυνατόν την επόμενη φορά να αντιδράσουν φοβισμένα.

Τα πιο μικρά παιδιά φοβούνται όταν δουν λίγο αίμα καθώς βγαίνει η βελόνα από το δέρμα, ακόμα κι αν η ένεση αυτή καθ’ εαυτή δεν είχε πονέσει καθόλου.

Φόβος για την ένεση από ελλιπή κατανόηση

Κυρίως τα παιδιά κάτω των 6 ετών δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν ότι η ένεση είναι κάτι θετικό για την υγεία τους. Από την σκοπιά του παιδιού η ένεση μεταδίδει δύο αντίθετα μεταξύ τους μηνύματα:

Πρώτον προκαλεί φόβο και δεύτερον έχει σκοπό να βοηθήσει.

Τα παιδιά ενδιαφέρονται περισσότερο για τις άμεσες συνέπειες ενός γεγονότος. Οι μεταγενέστερες επιπτώσεις τα επηρεάζουν λιγότερο απ’ ότι τα μεγαλύτερα παιδιά ή τους μεγάλους.

Τα παιδιά βιώνουν πολύ περισσότερο την άμεση επίδραση της ένεσης, όπως το φόβο ή το πόνο, απ’ ότι τις μεταγενέστερες θετικές συνέπειες της καλής ρύθμισης.

Έτσι, οι γονείς και τα παιδιά μιλούν σχετικά με την ένεση ινσουλίνης συχνά για δύο διαφορετικά πράγματα: ενώ τα παιδιά προβληματίζονται με τις άμεσες συνέπειες οι γονείς τονίζουν τις μεταγενέστερες θετικές συνέπειες και προσπαθούν να εμφανίσουν στο παιδί αθώες τις άμεσες επιπτώσεις.

Εκτός αυτού, συναινεί και το ότι τα νεότερα παιδιά δεν αντιλαμβάνονται την έννοια των ενέσεων ινσουλίνης.

Γι’ αυτό αντιλαμβάνονται τον ελαφρό πόνο που προκαλεί η ένεση, αλλά και την υπερένταση που δημιουργείται σαν είδος τιμωρίας. Τόσο κατά την προετοιμασία, όσο και κατά την εφαρμογή της βελόνας, μπορεί το παιδί να συμμετέχει.

Συμβουλή: Τα παιδιά που φοβούνται επίσης πάρα πολύ τη λήψη αίματος από τη φλέβα δεν πρέπει να τα αφήσει ο γιατρός να περιμένουν. Συχνά ο γιατρός συζητά αρχικά με τους γονείς για το διαβητολογικό ημερολόγιο και τη προσαρμογή της δόσης ινσουλίνης.

Η αναμονή για την επακολουθούμενη λήψη αίματος είναι για πολλά παιδιά αλλά και γονείς δυσάρεστη – ξέρουν τι προβλήματα μπορούν να ανακύψουν. Η κατάσταση αυτή διασπά τη προσοχή από τη συζήτηση και αυξάνει το φόβο.

Γι’ αυτό, οι γονείς των παιδιών που φοβούνται θα πρέπει να επιστήσουν τη προσοχή τους στο γιατρό από την αρχή της συνομιλίας ότι το αίμα θα πρέπει να το πάρει από την αρχή.

Σαφής φόβος για την ένεση

Μιλάμε για υπέρμετρο φόβο για την ένεση όταν το παιδί διαμαρτύρεται, κλαίει ή αντιδρά συνεχώς για αρκετό χρόνο (3 μέχρι 4 βδομάδες), και τις περισσότερες φορές έντονα, όταν πρόκειται να γίνει η ένεση και χρειάζεται περισσότερο από μισή ώρα αφού γίνει η ένεση για να συνέλθει και να ηρεμήσει.

Προβλήματα με την ένεση αποτελούν και οι φόβοι και η άρνηση για την αλλαγή τω θέσεων εφαρμογής της ένεσης ή για την εφαρμογή σε συγκεκριμένα σημεία του σώματος όπως είναι η περιοχή του κοιλιακού χώρου.

Η λύση των προβλημάτων σχετικά με την ένεση απαιτεί κατά κανόνα πολύ υπομονή και επιμονή από τη πλευρά τόσο των γονέων όσο και των παιδιών.

Να ελέγχονται πάντα τα σημεία εφαρμογής της ένεσης.

Να προσέχετε, κατά την προσέλευση σας στα διαβητολογικά κέντρα των εξωτερικών ιατρείων, να ελέγχονται συστηματικά τα σημεία εφαρμογής της ενέσεως.

Οι γονείς και τα μεγαλύτερα παιδιά μπορούν να το κάνουν και μόνοι τους. Αν παρατηρήσει κανείς προσεκτικά βλέπει μπλε ή καφέ κηλίδες και άλλες αλλοιώσεις του δέρματος. Με προσεκτικό ψηλάφισμα μπορεί να διακρίνει κανείς σκληρύνσεις και λιποδυστροφία. Στις περιπτώσεις αυτές, συνιστάται μια επίσκεψη στο γιατρό.

Τα μεγαλύτερα παιδιά και οι έφηβοι, μερικές φορές, όταν κάνουν κολύμπι ή όταν αλλάζουν ρούχα για να κάνουν σπορ, ντρέπονται όταν φαίνονται οι μπλε κηλίδες και το «φούσκωμα» στα σημεία των ενέσεων.

Η εκπαίδευση και η παροχή συμβουλών στα εξωτερικά ιατρεία των διαβητολογικών κέντρων μπορούν να βοηθήσουν στη διόρθωση και απάλειψη λανθασμένων συνηθειών στην εφαρμογή της ένεσης, που εμφανίζονται με τη πάροδο του χρόνου.

Τα σημεία εφαρμογής της ένεσης στα παιδιά είναι οι βραχίονες, οι μηροί, τα οπίσθια και η κοιλιά. Ανασηκώνεται το δέρμα και διατηρείται ανασηκωμένο κατά την εφαρμογή της ένεσης, αλλά και λίγο μετά.

Η βελόνα μπαίνει κάθετα ή λοξά στο ανασηκωμένο δέρμα και φτάνει στον υποδόριο, λιπώδη ιστό. Αφού εγχυθεί η ινσουλίνη, η βελόνα παραμένει μερικά δευτερόλεπτα μέσα, μέχρι το δέρμα να επανέλθει στη φυσιολογική του κατάσταση. Έτσι εμποδίζεται η ινσουλίνη να χυθεί προς τα έξω όταν αφαιρέσουμε τη βελόνα.

Αν εμφανιστούν πόνοι ή μολύνσεις θα πρέπει τα σημεία εφαρμογής να εναλλάσσονται συχνότερα.

Οι γονείς και τα παιδιά μπορούν να προφυλάσσουν τα σημεία εφαρμογής και να φροντίζουν για την ιδανική δράση της ινσουλίνης, αλλάζοντας συχνά τα σημεία εφαρμογής της ένεσης.

Αν η ινσουλίνη εγχύεται για μεγάλο χρονικό διάστημα στα ίδια σημεία, μπορεί να εμφανιστούν εκεί σκληρύνσεις και πρηξίματα. Αυτό εμποδίζει τη κανονική απορρόφηση της ινσουλίνης. Τα παιδιά αντίθετα νοιώθουν λιγότερο πόνο στα συγκεκριμένα σημεία εφαρμογής και γι’ αυτό αποφεύγουν επιλογή νέων σημείων εφαρμογής της ένεσης.

Αν από την αρχή της θεραπείας με ινσουλίνη συνηθίσουν τα παιδιά να εναλλάσσουν τα σημεία εφαρμογής της ένεσης, θα το θεωρήσουν αρκετά φυσιολογικό και θα το συνηθίσουν ευκολότερα.

Πότε εμφανίζεται ο φόβος

Ο φόβος για την ένεση δεν εμφανίζεται απαραίτητα με την έναρξη του διαβήτη. Συχνά, ο φόβος παρουσιάζεται κατά τη διάρκεια της νόσου. Σε μερικές περιπτώσεις, αρκεί μια κακή εμπειρία από την ένεση για να προκαλέσει το φόβο και την απώθηση. Η εναλλαγή των σημείων εφαρμογής της ένεσης μπορεί επίσης να οδηγήσει πολλές φορές σε αντιδράσεις φόβου. Δεν είναι όμως πάντοτε δυνατόν να καθορίσει κανείς το ακριβές αίτιο της πρόκλησης του φόβου.

Τα παιδιά έχουν συγκεκριμένες φάσεις στη ζωή τους που νοιώθουν γενικά πιο φοβισμένα ή είμαι πιο ευαίσθητα. Αν έχουν κάποια προβλήματα στο νηπιαγωγείο ή στο σχολείο ή είναι άρρωστα, αισθάνονται ιδιαίτερα αγχωμένα και αντιδρούν στην ένεση.

Στις περισσότερες περιπτώσεις είναι περισσότερο η σκέψη για την ένεση που νοιώθουν να δρα απειλητικά και λιγότερο ο πραγματικός πόνος. Ο φόβος βρίσκεται μάλλον στο μυαλό και όχι στο σημείο εφαρμογής της ενέσεως. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να λαμβάνεται λιγότερο σοβαρά υπ’ όψιν.

Να εξοικειωθείτε με τα προβλήματα – Να προετοιμάσετε το παιδί

Τα γεγονότα που συμβαίνουν και η διάθεση του παιδιού επηρεάζουν συχνά την επιτυχία της ένεσης ινσουλίνης. Ο πίνακας 2 δείχνει τις σπουδαιότερες προϋποθέσεις της έγχυσης.

Όταν το παιδί διακόπτεται απότομα από μια ευχάριστη ενασχόληση, έχει κακή διάθεση ή είναι εκνευρισμένο και οι γονείς βρίσκονται σε υπερένταση επειδή πρόκειται να γίνει η ένεση, είναι φυσικό να ανακύψουν προβλήματα σχετικά με την ένεση.

Αντίθετα η χαλαρή, ήρεμη ατμόσφαιρα και ένα λιγότερο πιεσμένο παιδί συνεισφέρουν στην επιτυχία της ένεσης.

Τα παιδιά πρέπει μισή ώρα πριν την ένεση να σταματούν κάθε ενδιαφέρουσα ενασχόληση και να ηρεμούν. Ιδιαίτερα στα πολύ μικρά παιδιά, βοηθά πολύ όταν η ένεση συνδυάζεται με μια συνηθισμένη ή τυποποιημένη ενέργεια.

Με τα μεγαλύτερα παιδιά μπορεί να συμφωνηθεί κάτι ευχάριστο, ώστε να το περιμένουν με χαρά, αφού τελειώσουν την ένεση.

Τα παιδιά να συμμετέχουν

Αν τα παιδιά δεν μπορούν να κάνουν ακόμα μόνα τους την ένεση, θα πρέπει διακριτικά να αρχίσουν να συμμετέχουν στη διαδικασία. Το πως θα το κατορθώσουμε εξαρτάται από το με τι τρόπο το παιδί ξεπερνά τη διαδικασία της ένεσης. Υπάρχουν παιδιά που, όταν τους κάνουν ένεση ή τους παίρνουν αίμα, προτιμούν να κοιτούν τι τους «κάνουν».

Και αυτά είναι που συμμετέχουν ευκολότερα, σε αντίθεση με εκείνα που ελέγχουν το φόβο τους με την απόσπαση της προσοχής τους. Η εικόνα δείχνει τις δυνατότητες που υπάρχουν για τη συμμετοχή των παιδιών στη διαδικασία της ένεσης.

Τα παιδιά μπορούν να επιλέγουν τα σημεία εφαρμογής της ένεσης και να τα ελέγχουν. Με απλές ασκήσεις, μπορούν να μάθουν να χαλαρώνουν τα σημεία του σώματος, που πρόκειται να γίνει η ένεση.

Εάν π.χ. τεντώσουμε οριζόντια το πόδι μας για 5 με 10 λεπτά, ενώ είμαστε καθισμένοι, χαλαρώνουν οι μύες του μηρού. Το αυτό αποτέλεσμα έχει κανείς όταν τρίψει ελαφρά ή πιέσει για λίγο το σημείο εφαρμογής της ένεσης. Με το τρόπο αυτό δημιουργείται μια αίσθηση που βοηθά στη μείωση του πόνου από το τρύπημα. Είναι σημαντικό να συμμετέχει το παιδί ενεργά.

Ακόμα και τη στιγμή που γίνεται η ένεση, μπορούν τα παιδιά μετρώντας ή απαγγέλλοντας μικρά στιχάκια να ξεφεύγουν από την υπερένταση και να χαλαρώνουν. Αναπνέοντας βαθιά και λέγοντας, όταν αισθάνονται πόνο μια συγκεκριμένη λέξη, αισθάνονται λιγότερο φόβο για την ένεση.

Σε μερικά παιδιά, η δυσάρεστη κατάσταση ξεπερνιέται όταν τους αποσπάσει κανείς τη προσοχή τους ή τους υποσχεθεί κάποια μικρή επιβράβευση.

Για την αποφυγή ή την εξάλειψη των προβλημάτων της ένεσης βοηθά η εναλλαγή των γονέων στην εφαρμογή. Ακόμη και αν ένας γονέας λόγω ελλείψεως χρόνου αναλαμβάνει αυτή την υποχρέωση μόνο τα βράδια ή τα Σαββατοκύριακα, αυτό βοηθά στην εκτόνωση της κατάστασης.

Όλα τα μέτρα που λαμβάνουμε αποσκοπούν στην αποφυγή και στην εξάλειψη κάθε εμπειρίας που θα προκαλούσε φόβο ή πόνο στο παιδί. Με το τρόπο αυτό «ξεμαθαίνει» να φοβάται και έτσι «χτίζεται» μια καινούργια, λιγότερο απειλητική αντίληψη σχετικά με την ένεση.

Όλα τα μέτρα που αναφέραμε θα πρέπει να λαμβάνονται στα πλαίσια ατμόσφαιρας κατανόησης και αγάπης. Απαιτείται πάντως μια σχετική συνέπεια και αρκετή υπομονή από τη πλευρά των γονέων, λόγω του ότι τα προβλήματα με την ένεση σε νεαρότερα κυρίως παιδιά είναι συχνά ιδιαίτερα επίμονα.

Αν οι υπέρμετροι φόβοι και οι αντιδράσεις απέναντι στην ένεση ινσουλίνης, παρ’ όλες τις πολλαπλές προσπάθειες, δεν εξαλειφθούν, σας συμβουλεύουμε να συνεργαστείτε οπωσδήποτε με μία ομάδα γιατρών ενός διαβητολογικού κέντρου και έναν παιδοψυχίατρο.

Πηγή: Ε.ΚΕ.ΔΙ