Έπαινοι – Ούτε αγάπη πάντα σημαίνουν ούτε καλύτερη εικόνα εαυτού δημιουργούν

Depositphotos_7843005_s

Πώς πρέπει να επαινούμε τα παιδιά μας;

γράφει ο Σάββας Ν. Σαλπιστής, Ph.D., Κλινικός Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπευτής

«Μπράβο! Πόσο καλά τα κατάφερες! Είσαι φοβερός!». Πολλοί είναι οι γονείς, οι εκπαιδευτικοί, οι λειτουργοί προσχολικής αγωγής κ.ά. που θεωρούν πως οι συνεχείς έπαινοι και επιβραβεύσεις όχι μόνο τονώνουν αλλά και συμβάλλουν αποφασιστικά στη δημιουργία μιας καλής εικόνας εαυτού στο παιδί, διασφαλίζοντας, με τον τρόπο αυτό, μια καλή αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, αυτό θα σήμαινε πως πολύ εύκολα θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε στρατιές παιδιών με καλή εικόνα εαυτού και αίσθηση επάρκειας. Ευτυχώς, όμως, που κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν να γίνει!

Αν ίσχυε ο μύθος αυτός, τότε θα σήμαινε πως είμαστε − ως παιδιά τουλάχιστον − ένα είδος χαμαιλέοντα που χρωματίζεται ανάλογα με το «χρώμα» που του αποδίδει κάθε φορά ο περίγυρός του. Αυτό, με τη σειρά του, σημαίνει πως θα ίσχυε, φυσικά, και το ακριβώς αντίθετο. Με άλλα λόγια, θα ήμασταν έρμαια των κρίσεων και επικρίσεων του καθενός, δηλαδή, ετερόφωτα πλάσματα που, μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, θα μπορούσαμε να βρεθούμε από το ζενίθ στο ναδίρ…

Είναι αποδεδειγμένο πως οι συστηματικές επικρίσεις και οι αρνητικοί σχολιασμοί προς το παιδί οδηγούν σε χαμηλή αυτοεκτίμηση και κακή εικόνα εαυτού. Είναι, όμως, γεγονός αδιαμφισβήτητο πως και οι συνεχείς έπαινοι μπορεί συχνά να αποδειχθούν εξίσου επιβαρυντικοί για την εικόνα εαυτού, δημιουργώντας μια ψευδή εκδοχή του που να μην αντέχει κάτι διαφορετικό πέραν του απόλυτου θαυμασμού και της ανάγκης συνεχούς επιβεβαίωσης…

Παλαιότερες δεκαετίες, όπως π.χ. αυτές του ’50 και του ’60, δεν θεωρούνταν σωστό να επαινούν οι γονείς τα παιδιά τους. Τα πράγματα φαίνεται πως έχουν οδηγηθεί προς την εντελώς αντίθετη κατεύθυνση, ακολουθώντας το αμερικάνικο παιδαγωγικό μοντέλο που πριμοδοτεί τον έπαινο και τη φιλοσοφία του Give me five, στοχεύοντας στη δημιουργία μιας αυτοεικόνας και αυτοπεποίθησης δυνατοτήτων παγοθραυστικού που να μπορεί να συνθλίβει και να υπερσκελίζει κάθε εμπόδιο και κάθε δυσκολία.

Και κάτι ακόμα. Πιστεύω πως η πρόθεση των περισσοτέρων γονέων που επαινούν και επιβραβεύουν τα παιδιά τους είναι καλοπροαίρετη. Αρκετές φορές, όμως, πίσω από το πρόσχημα κάποιων από αυτούς πως αποβλέπουν − διαμέσου των συστηματικών τους επαίνων − στη δημιουργία μιας καλής εικόνας εαυτού και αυτοεκτίμησης στο παιδί τους, ελλοχεύει η δική τους ανάγκη να αποδείξουν ή να φανούν πως είναι οι τέλειοι γονείς, αφού έχουν δημιουργήσει το τέλειο παιδί.

Η μεγάλη παρεξήγηση

Ποτέ άλλοτε στη ζωή μας − παρά μόνο όταν είμαστε βρέφη − δεν χρειάζεται να καταβάλουμε την παραμικρή προσπάθεια για να εισπράξουμε τόση αποδοχή και θαυμασμό από τον άμεσο περίγυρό μας. Μπορεί απλά να κοιμόμαστε και οι γονείς μας να στέκονται από πάνω μας, θαυμάζοντάς μας με έναν τρόπο λες και βρίσκονται εμπρός στο όγδοο θαύμα της ανθρωπότητας. Αρκεί ένα βαριεστημένο χασμουρητό ή ένα υποτυπώδες χαμόγελό μας για να προκαλέσει, επίσης, χαμόγελα ευτυχίας, γονικής υπερηφάνειας και θαυμασμού.

Δεν περνά, όμως, πολύς καιρός και αρχίζουν να κάνουν σιγά-σιγά την εμφάνισή τους οι διάφορες κρίσεις και επιβραβεύσεις. «Μπράβο, το μωρό μου, που ήπιε όλο το γαλατάκι του! Πόσο χαίρεται η μανούλα του!», «Τι όμορφο που είναι το μωρό μου με τα ρουχαλάκια που του αγόρασε η μανούλα του!» κ.ά.

Φυσικά και δεν αποτελούν πρόβλημα τέτοιου είδους σχόλια και έπαινοι όταν υπάρχει μέτρο, ιδιαίτερα μετά τον πρώτο χρόνο της ζωής. Σε αντίθετη περίπτωση, το παιδί μπορεί να γίνει ιδιαίτερα ευάλωτο απέναντι ακόμα και στην παραμικρότερη κριτική και να αρχίσει να κατασπαταλά όλη του την ενέργεια, στην προσπάθειά του να επιβεβαιώσει τις προσδοκίες του περίγυρού του. Ένα άλλο πιθανό ενδεχόμενο είναι η σταδιακή δημιουργία ενός μεγαλειώδους εαυτού και άκρατου εγωκεντρισμού που το μόνο που επιδιώκουν και ανέχονται είναι η συνεχής επιβεβαίωση της υπεροχής τους έναντι των άλλων.

Αυτό που, περισσότερο απ΄οτιδήποτε άλλο, χρειάζεται ένα παιδί είναι η ύπαρξη ενός τουλάχιστον ενήλικου ατόμου − κατά προτίμηση του γονέα του − που να το αποδέχεται πλήρως ως το μοναδικό άτομο που είναι, με όλα τα χαρίσματα και τις όποιες «ελλείψεις» ή ανεπάρκειες τυχόν έχει, όπως, λίγο έως πολύ, ο καθένας μας. Μια ευκαιριακά κλονισμένη αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση μπορεί να τονωθεί ευκαιριακά από έναν αντικειμενικά αιτιολογημένο έπαινο ή ακόμα και από μία τεκμηριωμένη και καλοπροαίρετη κριτική. Εάν, όμως, αποβλέπουμε στη δημιουργία μιας μακροπρόθεσμα σταθερής και καλής αυτοεικόνας και αυτοεκτίμησης στο παιδί μας, τότε η μέθοδος αυτή αντενδείκνυται.

Ακόμα και στην περίπτωση που κάποιος επιθυμεί να επιβραβεύει ένα παιδί με βάση τις επιδόσεις του, θα πρέπει να έχει υπόψη πως αυτό θα πρέπει να γίνεται με αφετηρία τις προϋποθέσεις που διαθέτει το συγκεκριμένο παιδί. Εάν πέσει στην παγίδα των προδιαγεγραμμένων απαιτήσεων που έχει θέσει ένας συγκεκριμένος χώρος ή περιβάλλον (π.χ. ένα αθλητικό σωματείο, σχολείο κ.τ.λ.) ελλοχεύει ο κίνδυνος μιας ανισομερούς κατανομής των επιβραβεύσεων. Οι καλύτεροι, δηλαδή, εισπράττουν τη μερίδα του λέοντος, οι δε λιγότερο καλοί την παρηγοριά ή τα ψίχουλα, με κίνδυνο να χάσουν κάθε κίνητρο να συνεχίσουν να προσπαθούν.

Όλοι μας, ασχέτως ηλικίας, έχουμε την ανάγκη να ακούσουμε κάποιες φορές πως τα καταφέραμε καλά και να εισπράξουμε ένα γενναιόδωρο «Μπράβο!». Αυτό, όμως, θα πρέπει να συνοδεύεται και με τη βεβαιότητα πως είμαστε το ίδιο αγαπητοί και αποδεκτοί, ακόμα και όταν αποτυγχάνουμε σε κάτι στη ζωή μας…

o-KIDS-PRAISE-facebook

Το παιδί θα πρέπει να αποκτήσει μια, κατά κύριο λόγο, αυτορυθμιζόμενη εικόνα εαυτού

Ως γονείς, δεν έχουμε τη δυνατότητα − και δε θα έπρεπε − να προστατεύουμε τα παιδιά μας από κάθε δυσκολία που θα αντιμετωπίσουν στη ζωή τους. Αυτό, όμως, που μπορούμε να κάνουμε είναι να τα βοηθήσουμε να εξελίξουν μια καλή αυτοεκτίμηση και εικόνα εαυτού, αποτελώντας, πρωτίστως, εμείς οι ίδιοι τα θετικά πρότυπα που έχουν ανάγκη και τα οποία να θέλουν να μοιάσουν, οικειοποιώντας όλα εκείνα τα στοιχεία που εκτιμούν και θαυμάζουν σε εμάς, που τους δημιουργούν μια αίσθηση εσωτερικής ασφάλειας και που έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικά και δημιουργικά στην πράξη.

Πολλοί είναι αυτοί που θεωρούν πως για να γίνει ένα παιδί ισορροπημένο και ευτυχισμένο άτομο, αρκεί να του δείξουμε απεριόριστη αγάπη. Όμως, η αγάπη από μόνη της δεν αρκεί για κάτι τέτοιο. Εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, όλοι οι γονείς αγαπούν πραγματικά τα παιδιά τους. Σε αυτό που  διαφέρουν είναι ο τρόπος που ο καθένας τους εκφράζει αυτήν του την αγάπη. Η αγάπη δεν βοηθά από μόνη της, εάν ένας γονιός, εξαιτίας προσωπικών του βιωμάτων, δεν την εκφράζει με τρόπο που να κάνει το παιδί να νιώθει πως αγαπιέται για αυτό που είναι, χωρίς προαπαιτούμενα.

Δύο μεγάλες έρευνες επί του θέματος, που έγιναν πρόσφατα στις Η.Π.Α. και στην Ολλανδία, κατέδειξαν πως τα παιδιά, που εισπράττουν συστηματικά επιβράβευση για κάτι συγκεκριμένο που έχουν καταφέρει, είναι πιο πρόθυμα να αντιμετωπίσουν νέες προκλήσεις απ΄ότι παιδιά που έχουν εισπράξει μια πιο γενική και ασαφή επιβράβευση και επαίνους πως είναι πολύ ικανά γενικώς. Αυτό σημαίνει πως, όταν το παιδί μας καταφέρνει κάτι, είναι πολύ γονιμότερο να του πούμε «Πολύ καλά τα κατάφερες!» παρά «Πόσο έξυπνος ή ικανός είσαι!».

Κάτι άλλο που κατέδειξε μία άλλη έρευνα είναι πως γονείς − που επιβράβευαν κατά δύο φορές περισσότερο τα παιδιά τους, βάσει κάποιων συγκεκριμένων δεδομένων − είχαν παιδιά που, μετά από ψυχολογικά τεστ που τους έγιναν, διαπιστώθηκε πως διέθεταν χαμηλή αυτοεκτίμηση. Φυσικά, οι γονείς θεωρούσαν πως το παιδί τους, από τη στιγμή που έχει χαμηλή αυτοεκτίμηση, χρειάζεται μεγαλύτερη επιβράβευση, όμως, αποδεικνύεται πως αυτό όχι μόνο δεν βοηθά αλλά συχνά αναστέλλει ακόμα περισσότερο αυτά τα παιδιά. Σε ανάλογα συμπεράσματα, κατέληξαν και άλλες έρευνες.

Τα παιδιά θέλουν να τα αφιερώνουμε χρόνο και προσοχή για αυτό που είναι και όχι για αυτό που κάνουν. Δυστυχώς, όμως, πολύ συχνά συμβαίνει το δεύτερο. Κάτι άλλο που, επίσης, συμβαίνει αρκετές φορές και που μπορεί να ακυρώσει την ανάγκη του παιδιού να μοιρασθεί και εισπράξει την επιβεβαίωση του γονιού του για τα όσα νιώθει μια συγκεκριμένη στιγμή αποτυπώνεται στο εξής παράδειγμα: ας υποθέσουμε πως το παιδί είναι σε ένα Λούνα Παρκ και οδηγεί ένα αυτοκινητάκι. Η χαρά του είναι πολύ μεγάλη και νιώθει την ανάγκη να τη μοιραστεί με τη μητέρα του. Της φωνάζει λοιπόν: «Μαμά κοίτα!» και αυτή, αντί να του απαντήσει π.χ. «Τι όμορφα που είναι!», του λέει: «Πρόσεχε πως οδηγείς, μη χτυπήσεις!». Η απάντηση αυτή είναι σίγουρα απογοητευτική για το παιδί καθώς η μητέρα του όχι μόνο δεν μοιράζεται και δεν επιβεβαιώνει τα συναισθήματά του αλλά δίνει προτεραιότητα στα δικά της συναισθήματα που, στην προκείμενη περίπτωση, είναι η ανησυχία και το άγχος.

Αυτό που χρειάζεται κάθε παιδί είναι η συναισθηματική, κυρίως, επιβεβαίωση. Εάν αυτό δεν καταστεί εφικτό, τότε το παιδί δεν αποκτά την εσωτερική εκείνη φωνή που να του υπενθυμίζει, αργότερα στην ενήλική του ζωή, πως είναι άξιο να αγαπηθεί. Η απουσία της αίσθησης αυτής − ή η ύπαρξη μιας εντελώς αντίθετης − μπορεί να οδηγήσει σε καταστροφικές επιλογές φίλων, ερωτικών συντρόφων, συνεργατών κ.τ.λ. και σε μια αντισταθμιστική ανάγκη απόκτησης μιας προσωπικής αξίας διαμέσου εξωτερικών πραγμάτων (π.χ. χρημάτων, περιουσίας κ.ά.). Ένα τέτοιο άτομο είναι, επίσης, εξαρτώμενο από συνεχείς επιβραβεύσεις και επιβεβαιώσεις.

Επίλογος

Ζούμε σε μια εποχή που πριμοδοτεί και λατρεύει τα διάφορα ταλέντα. Αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στα διάφορα τηλεοπτικά προγράμματα για να το διαπιστώσουμε άμεσα. Πολλοί γονείς ονειρεύονται και εύχονται πρωτίστως να έχει το παιδί τους κάποιο ξεχωριστό ταλέντο παρά να είναι ένα ισορροπημένο και χαρούμενο άτομο όπως και να είναι.

Είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε πως οι έπαινοι και οι επιβραβεύσεις αποτελούν μία μορφή αξιολόγησης και κρίσης του άλλου. Όταν εκφράζονται δε με έναν εξεζητημένο τρόπο, μπορεί να δημιουργήσουν στο παιδί σύγχυση και άγχος, καθώς πίσω από κάθε έπαινο ελλοχεύει και η πιθανότητα μιας σκληρής κριτικής − σε περίπτωση που κάτι δεν πάει καλά − κάτι που ιδιαίτερα ένα ανασφαλές παιδί τρέμει ακόμα και ως ενδεχόμενο. Όταν ένας γονιός, ακόμα και καλοπροαίρετα, επαινεί εξεζητημένα το παιδί του ώστε να του τονώσει την αυτοεκτίμηση, το παιδί μπορεί να αρχίζει να πιστεύει πως οι επιδόσεις του είναι το σημαντικότερο απ΄όλα σε αυτό και, ως εκ τούτου, να αρχίσει να φοβάται την όποια αποτυχία και το ενδεχόμενο να απογοητεύσει το γονιό του, χάνοντας ενδεχομένως την αγάπη και το θαυμασμό του.

Αντί, λοιπόν, να μπαίνουμε στη διαδικασία απλά να αξιολογούμε το παιδί μας, είναι πολύ γονιμότερο να δείχνουμε το ενδιαφέρον μας για όσα κάνει, ζητώντας κάποιου είδους ανταπόκριση από εμάς. Έτσι, λοιπόν, αντί να πούμε στο παιδί μας, για παράδειγμα: «Τι υπέροχη ζωγραφιά! Είσαι αληθινός ζωγράφος!», του λέγαμε: «Χαίρομαι πολύ που σου αρέσει να ζωγραφίζεις και που παίρνεις χαρά από αυτό. Για πες μου, τι είναι αυτό που έχεις κάνει και πως το σκέφτηκες;». Με τον τρόπο αυτό, δημιουργούμε τις προϋποθέσεις για έναν δημιουργικό διάλογο και επικοινωνία που, σε καμία περίπτωση, δεν θα προέκυπτε εάν απλά αξιολογούσαμε χωρίς περαιτέρω να ενδιαφερόμαστε. Ας μην αντικαθιστούμε, λοιπόν, τη χαρά, την επιθυμία του παιδιού για δημιουργία και την ανάγκη του για μοίρασμα όλων αυτών με επιφανειακούς ή/και υπερ-βολικούς επαίνους.

Η προσπάθεια και επιδίωξή μας ώστε να αποκτήσει το παιδί μας μια καλή εικόνα για τον εαυτό του και, ως εκ τούτου, και μια καλή αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση είναι ταυτόσημη με μια προσπάθεια ώστε να έχει το παιδί μας, στη συνέχεια, μια καλή και ποιοτική ζωή. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε μια υπερπολύτιμη παρακαταθήκη και κληρονομιά, απείρως σημαντικότερη από μια αξιοσέβαστη κινητή και ακίνητη περιουσία…

image

Πηγή