Μπαμπά, θα μου πεις μια ιστορία;

IMG_7220

Από μικρός συνηθίζω (το κάνω ακόμα γι’ αυτό και βάζω ενεστώτα) να πλάθω στη φαντασία μου ιστορίες. Και να της διηγούμαι – κυρίως στον εαυτό μου – με διάφορους τρόπους, γραπτά, νοερά ακόμα και μουσικά.

γράφει ο Χρίστος Σμπώκος

Οι περισσότερες, αν όχι όλες, από τις ιστορίες αυτές είναι εντελώς ρεαλιστικές κι έχουν σαν δεξαμενή τα ερεθίσματα που από μικρός είχα. Είτε από όσα άκουγα από τους γονείς, τους φίλους και τους γνωστούς είτε και ακόμα από την οικογενειακή εφημερίδα, τα βιβλία που διάβαζα, μουσικές που ανακάλυπτα ή και όσα παρατηρούσα να συμβαίνουν γύρω μου.

Προφανώς δεν είμαι εδώ και καιρό πια μικρός. Συνεχίζω όμως να φτιάχνω, να ψάχνω και να προσπαθώ να ακούσω ή να διηγηθώ ιστορίες. Οι ιστορίες μου χωρίζονται τελικά σε δύο βασικά είδη. Εκείνες που έφτιαξα μέσα από όσα έζησα και παρατήρησα. Κι εκείνες που έφτιαξα από τα ακούσματα και τις πληροφορίες των μεγαλύτερων.

Η πρώτη κατηγορία είναι απείρως πιο ρεαλιστική. Ουσιαστικά είναι μια προσπάθειά μου, η φαντασία μου να περιτυλίγει και να περιγράφει με μεγαλύτερη παρατηρητικότητα την πραγματικότητα. Και είναι αρκετά συναισθηματικές, μιας και προσεγγίζουν το τώρα με τη δική μου οπτική και με τη γεύση που σε εμένα αφήνουν όσα ζούμε. Που μιλούν για την καθημερινή μάχη για την επιβίωση. Για την κοινωνικό-πολιτική παράνοια μέσα στην οποία ζούμε. Για μικρές καθημερινές ιστορίες ανθρώπων όπως εμείς, που όμως για εκείνους η ιστορία αυτή είναι πιθανόν καθοριστικής σημασίας. Για το μόνιμα ερωτήματα στο μυαλό των 30αρηδων, «μένω ή φεύγω από τη χώρα», «να κάνω οικογένεια», «φεύγω από το πατρικό επιτέλους», «είμαι καλός πατέρας τελικά».

Η δεύτερη κατηγορία όμως είναι πολύ πιο συναρπαστική και εντυπωσιακή. Έχω στο μυαλό μου ιστορίες από μέρη και ανθρώπους που ποτέ ο ίδιος δεν έζησα. Διηγήσεις για ανθρώπους θαυμαστούς, με προσωπικότητες που εντυπωσιάζουν. Με τρόπο σκέψης αλλά και πορεία που σου εξάπτουν τη φαντασία. Ιστορίες που έχουν μυρωδιά μιας άλλης εποχής. Αλλά και ιστορίες δεκαετιών που μοιάζουν να έγιναν χθες.

Περιγραφές της ζωής ανθρώπων που πέτυχαν και άλλαξαν τα πράγματα, όπως ο Νέλσον Μαντέλα και ο Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ ή ο Τσε. Ακόμα ακόμα κι ο Στιβ Τζομπς. Ανθρώπων που άφησαν το στίγμα τους για πάντα σαν τον Καζαντζάκη, τον Μαρξ ή τον Χατζιδάκι. Που σε κάνουν να θαυμάζεις και να αντιλαμβάνεσαι πώς εξελίσσεται η ανθρωπότητα.

Αλλά και ανθρώπων με τρομερό ταλέντο που αυτοκαταστράφηκαν όπως ο Σιδηρόπουλος κι ο Άσιμος ή ο Μπεστ κι ο Μαραντόνα. Ή δεν κατέληξαν έτσι όπως θα περίμενε κανείς, θυμίζοντας σε όλους ότι η ευτυχία δεν κατακτιέται εύκολα όσο πετυχημένος ή δοξασμένος είσαι όπως του Μπίλι Μπο και της Μαρίας Κάλλας.

Ανθρώπους που σε μαγεύουν από το πρώτο λεπτό όπως ο Έλβις ή οι Μπιτλς. Αλλά και ιστορίες που σε μελαγχολούν σαν της Μάνστεστερ των Μπέμπηδων του αεροπορικού δυστυχήματος ή του Χατζηπαναγή και της Εθνικής Ελλάδας που σε βάζουν να σκεφτείς «πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα τώρα;».

Αυτό το ταξίδι μέσα από τις ιστορίες και τις διηγήσεις, το αγαπάω πολύ. Και είναι από τα λίγα πράγματα που θα επιδιώξω να μεταδώσω στο παιδί μου. Να του πω τις ιστορίες μου. Και να του δείξω «πως το κάνω». Δε με νοιάζει καθόλου αν θα του αρέσουν οι ιστορίες μου όπως εγώ της έχω φτιάξει. Ούτε και θα θιχτώ αν αποφασίσει να τις αλλάξει. Και πολύ θα μου αρέσει αν ανακαλύψει άλλες, διαφορετικές από τις δικές μου και τους δικούς του «ήρωες».

Σκεπτόμενος όλα αυτά και προσπαθώντας να αποδείξω πώς από γενιά σε γενιά μεταφέρεται το storytelling (έτσι το λέμε στην Κρήτη), παλιότερα με τις ιστορίες δίπλα στο τζάκι, πλέον ακόμα και μέσα από το internet και το youtube, έχω αρχίσει να αναρωτιέμαι αν η δική μου γενιά έχει δημιουργήσει ή τέλοσπάντων θα προλάβει να φτιάξει ικανό αριθμό ηρώων, ιστοριών και αφηγημάτων για να μεταφέρει ή θα «καθαρίσουν» πάλι οι παλιές οι καραβάνες. Αλλά αυτό είναι μια άλλη – μεγάλη, σύνθετη και ίσως πικραμένη – συζήτηση. Προς το παρόν στόχος μου είναι να σας διηγηθώ την ιστορία για τις… ιστορίες μου και να σας το προτείνω, συνάδελφοι superdads ως ένα καλό μάθημα πατρικό.

Να τους λέμε ιστορίες λοιπόν. Και να τους σπρώχνουμε να φτιάξουν και τις δικές τους. Και εντωμεταξύ ας κάνουμε μια προσπάθεια να «φτιάξουμε ιστορία» κι εμείς ως γενιά.