“Όποιος δεν έχει γέρο, αγοράζει…”

Πριν από μερικές μέρες ήμουν αυτήκοος μάρτυς μιας συνομιλίας στο τραίνο ανάμεσα σε δύο κοπέλες που η μια προσπαθούσε να κλείσει ένα ραντεβού με ένα σημαντικό πρόσωπο σε κάποια εταιρία ενώ η άλλη, πιθανόν η γραμματέας, της εξηγούσε ότι δεν θα είναι στο γραφείο τις επόμενες μέρες καθώς ο παππούς της είναι σοβαρά άρρωστος στο νοσοκομείο.

Γράφει ο Γ.Θ.Λ.

Εκνευρισμένη η επιδιώκουσα το ραντεβού κοπέλα, αφού έκλεισε το τηλέφωνο, γυρνώντας στην φίλη της στο διπλανό κάθισμα, λέει χαρακτηριστικά «δεν μπορεί λέει γιατί ψωφολογάει ο παππούς της».

Πόσο άσχημα ακούστηκε αυτό, σκέφτηκα. Πόσο άσχημα εκ μέρους της ένιωσα εκείνη την στιγμή, δεν μπορώ να σας περιγράψω. Οι τύψεις για τους δικούς μου παππούδες/γιαγιάδες με κατέκλυσαν και αμέσως άρχισα να σκέφτομαι αν και πότε ίσως τους πλήγωσα και τώρα δεν μπορώ να το διορθώσω, μιας και δεν είναι πλέον μαζί μας.

Ο παππούς μου, μου έλεγε, «όποιος δεν έχει γέρο αγοράζει». Πόσο δίκιο είχε. Πόσο σημαντικοί είναι οι γηραιοί άνθρωποι στην ζωή μας. Έχουν ζήσει μια ζωή με κακουχίες, πολέμους, ανείπωτη πείνα, απίστευτες καταστάσεις φτώχειας στις οικογένειες και έφτασαν στο σήμερα, έτοιμοι να μοιραστούν τις εμπειρίες τους χωρίς «οπτικές», χωρίς θέαση μέσα από πρίσματα, χωρίς κανένα δόλο και στρατηγική. Το μόνο που επιθυμούν είναι να μοιράσουν αυτήν την γνώση στα εγγόνια τους, να τα βοηθήσουν να δουν τα πράγματα διαφορετικά, να τα συμβουλεύσουν πιθανότατα με στάνταρ άλλης εποχής, παρόλα αυτά σοφά αν μπορείς να δεις την ουσία που δεν είναι τίποτε άλλο από την ψυχή τους.

Οι παππούδες και οι γιαγιάδες είναι όπως και τα παιδιά, έχουν άλλη οπτική για τα πράγματα. Έχουν μια ηρεμία ψυχής. Σου δίνουν την αίσθηση ότι δεν υπάρχει κάτι από αυτά που ζεις, που δεν το έχουν ξαναδεί, δεν το έχουν ξαναζήσει. Σε κάνουν να αισθάνεσαι ότι τίποτα πλέον δεν μπορεί να τους εκπλήξει. Αυτό τους παρέχει την ηρεμία που χρειάζονται για να δουν καθαρά την ουσία του προβλήματος και να σου πουν αυτό που πρέπει να ακούσεις.

Τι κάνουμε εμείς όμως για αυτούς;

Οι περισσότεροι τους αντιμετωπίζουμε σαν οικογενειακή υποχρέωση κάποιας Κυριακής ανάμεσα σε βόλτες και γιορτές. Δεν τους δίνουμε την σημασία που τους αξίζει. Αυτοί όμως υπομονετικά είναι εκεί και περιμένουν να εμφανιστούμε στην πόρτα τους, απλά να τους πούμε ένα γεια. Περιμένουν μέρα με την μέρα να πάρουμε ένα τηλέφωνο να τους ρωτήσουμε τι κάνουν, πως τα περνάνε, αν θέλουν κάτι από εμάς. Εμείς όμως ακολουθώντας τους νόμους της φύσης ακολουθούμε την δική μας πορεία, φτιάχνουμε την δική μας οικογένεια, κάνοντας τα δικά μας λάθη. Καλό θα ήταν όμως να τους αφήνουμε, να τους παρακινούμε να είναι μέρος της ζωής μας, να τους βοηθάμε να μαθαίνουν τα νέα μας.

Εγώ δεν έχω μαζί μου κανέναν τους, πολύ πρόσφατα μας άφησαν όλοι τους, δεν έχω συνηθίσει την απουσία τους ακόμα, δεν έχω συνειδητοποιήσει ακόμα ότι δεν θα τους ξαναδώ γιατί έζησα μαζί τους πολύ μεγάλο μέρος της ζωής μου, σχεδόν όλα τα ανήλικα καλοκαίρια μου. Πέρασα μαζί τους πολλές ώρες απλά συζητώντας ή παίζοντας τάβλι (με τους παππούδες μου), ή ντόμινο ή μαγειρεύοντας.

Έμαθα πάρα πολλά από αυτούς. Από τον κάθε έναν διαφορετικά πράγματα, άλλα χρήσιμα και άλλα που ακόμα και σήμερα δεν ξέρω που θα χρησιμεύσουν. Τα έχω όλα αποθηκευμένα σε ένα ξεχωριστό σημείο στην μνήμη μου, μαζί με τα γέλια τους, τις τσαντίλες τους, τα ροχαλητά τους, τα κολλήματά τους και την απεριόριστη αγάπη που μου έδειξαν. Αισθάνομαι πολύ τυχερός που τα έζησα όλα αυτά μαζί τους και θα φροντίσω να το κάνει και η κόρη μου με τους δικούς της παππούδες.

Μου λείπουν απεριόριστα.

Τους σέβομαι απεριόριστα, τους εκτιμώ βαθύτατα και τους αγαπώ. Βρίσκοντας αυτό εδώ το βήμα παρόλο που δεν θα το δουν ποτέ τους ευχαριστώ για την ασφάλεια που μου παρείχε η συμβουλή τους ακόμα και αν ήταν εντελώς άλλης εποχής.