Τα ήσυχα βράδια…

Δεν ήμουν ποτέ άνθρωπος της νύχτας. Δεν ήμουν από τους νέους που η διασκέδασή τους θα συνδεόταν πάντα με ατέρμονες νυχτερινές περιπλανήσεις. Αντίθετα, ήμουν πάντα αυτό που λέμε «πρωινός τύπος».

γράφει ο Αλέξανδρος Παπαγιάγκου

Ξυπνούσα πάντα νωρίς, χωρίς ξυπνητήρι, ήθελα να έχω άφθονο χρόνο για να ετοιμαστώ πριν το σχολείο ή το Πανεπιστήμιο ή τη δουλειά αργότερα. Περνούσα πάντα πιο όμορφα σε καφέ με φίλους ή στο σπίτι με φίλους κι επιτραπέζια παιχνίδια ή σε συγκεντρώσεις εορτών που τις οργάνωνα πάντα «παιχνιδιάρικες». Κι όταν νύχτωνε, κι όλοι έφευγαν, στενοχωριόμουν… Περίμενα πάντα με μεγαλύτερη χαρά μία «ημερήσια εκδρομή» από μία Thessaloniki by night εξόρμηση.

Κι όπως ο ερχομός ενός παιδιού σου αλλάζει τη ζωή, σου αλλάζει και το βλέμμα απέναντι στα πράγματα και ίσως αλλάζει ακόμα και τα ίδια τα πράγματα. Ένας πρωινός καφές με φίλους και με τον μικρό είναι ταλαιπωρία για όλους. Και για τους φίλους, και για τον μικρό. Για τον μπαμπά είναι διπλή ταλαιπωρία, γιατί λυπάται και τους φίλους και το μικρό. Τον εαυτό του δεν τον λυπάται ποτέ, δεν έμαθε να τον λυπάται. Μία επίσκεψη φίλων στο σπίτι για επιτραπέζια παιχνίδια, απλά είναι πρόταση τραγικής ειρωνείας από μόνη της, με ένα τρίχρονο που θα κάνει πιπίλα το ξενοδοχείο που αγόρασες με τον ιδρώτα σου στο Παρίσι για να παίρνεις ενοίκιο από τα φιλαράκια κανα 200ευρω μόλις πέφτει το πιόνι τους εκεί, και ο μικρός θα πάρει και αυτό και όλα τα άλλα 200ευρα του τραπεζιού και θα τα πάει στον αρκούδο του να τον παρακαλέσει να κλείσουν εισιτήριο για τον Καραγκιόζη, κι εσύ θα πας «απευθείας στη φυλακή» γιατί δεν σου έχει μείνει ούτε δεκάρα τσακιστή να εξαγοράσεις την κάρτα από τον φίλο σου που έχει χτίσει το Hilton με μεζονέτες στην Καζαμπλάνκα και κάθε φορά που πέφτεις εκεί πουλάς κι από μία πόλη σου. Και κάνεις εσύ τον Καραγκιόζη. Στο τραπέζι οι συμπαίκτες σε φωνάζουν Στουρνάρα για το ξεπούλημα… κι ο γιος σου ακούει και σε φωνάζει στουρνάρι και γελάει και μασάει και το ζάρι.

Αν έχουν και οι φίλοι παιδιά, κι έρχονται όλοι μαζί στο σπίτι για να περάσετε ένα όμορφο απόγευμα, τότε υπάρχει η λύση του διαχωρισμού του σπιτιού σε μέρη για παιδιά και μέρη για ενήλικες. Και όπως όλοι ξέρουμε, ακόμα και δικηγόρο να φωνάξεις, ακόμα και να τους γράψεις το μισό σπίτι, ακόμα και εξώδικο να τους κάνεις, ακόμα και παπά να τα διαβάσει, ακόμα και να κρύψεις τα γλυκά, ακόμα και η γειτόνισσα να έρθει να παραπονεθεί για τη φασαρία με τη ρόμπα τη φλοράλ που έχει πάνω μικρά μπουμπουκάκια λουλουδάκια αλλά πάνω της δείχνουν σαν ανοιχτά ηλιοτρόπια καταμεσίς του Ιουλίου και τα μπικουτί στο κεφάλι και αξύριστη σε μούσι και μουστάκι τιμής ένεκεν στην Ευρωπαία την Κοντσίτα (ε, από αυτή τη γειτόνισσα, δεν έχω πιο απειλητικό, εδώ τελειώνω…), ακόμα και τότε, τα μικρά παιδιά δεν θα περιοριστούν στο χώρο τους… «μπαμπάαααα, η Ηλιάνα με τσιμπάει, ο Φιλοκτήμων με τραβάει, ο Μάξιμος με ζουλάει, η Ένια με κοροϊδεύει, η Κορίνα μου παίρνει τον Mc Queen, η Θεανώ μού φοράει τα κοκαλάκια της, η Ρεβέκκα με παίρνει αγκαλιά, ο Gabriel μου παίρνει το χελωνονιντζάκι και η Άρτεμη μου τραβάει το πάμπερ» – οποιαδήποτε ομοιότητα των παιδικών ονομάτων με την πραγματικότητα, μόνο τυχαία δεν είναι, ναι τέτοιοι είναι οι φίλοι μου, τέτοια ονόματα έδωσαν στα παιδιά τους, εγώ θα το σχολιάσωπου ήθελα να βγάλω το δικό μου Ερωτόκριτο και έπεσαν να με φάνε όλοι. Μόνο κανένα Σύλλογο Προστασίας Ανυπεράσπιστου Παιδιού δεν ιδρύσανε να στείλει αυτεπάγγελτα εισαγγελικό λειτουργό να μου πάρει το παιδί, γιατί λέει θα του δημιουργήσω ψυχικά τραύματα αν στο σχολείο το φωνάζουν Ερωτόκριτο….

Κι έρχεται ξαφνικά το μαγικό βράδυ. Μαγικό, με όλη τη σημασία της λέξης. Κι αισθάνεσαι εσύ ο περήφανος μπαμπάς ο Πήτερ Παν της Χαριλάου που πετάς με τα μικροσκοπικά φτερά σου πάνω από το δωμάτιο του παιδιού με μισάνοιχτη πόρτα, και το βλέπεις που κοιμάται σαν αγγελούδι, και νομίζεις πως σου κρυφο-χαμογελά στον ύπνο του, και βάζεις ένα ποτηράκι ρακή (να ‘ναι καλά ο συμπέθερος από το Ρέθυμνο, δεν την τσιγκουνεύτηκε, από τα Χριστούγεννα κι ακόμα έχει μείνει, και δεν το πάω και λάου λάου, με βοηθάει να χορέψουν οι σκέψεις μου στο ρυθμό της καρδιάς μου συχνά), και ανοίγεις τον υπολογιστή και νομίζεις πως μόλις ξημέρωσε η πιο ήσυχη ανοιξιάτικη μέρα, το φως της οθόνης είναι το φεγγαράκι σου κι αυτή τη νύχτα, ένα φεγγαράκι λαμπρό που τον τελευταίο χρόνο τουλάχιστον σου μαθαίνει να περπατάς σε αδιάβατα μονοπάτια μέσα σου, και να μαθαίνεις τα γράμματα της ψυχής σου, τα γράμματα αυτά είναι τα καλύτερα σπουδάματα.. είναι του Θεού τα πράγματα… γιατί ο δικός σου Θεός, ο μέσα σου Θεός, σου ψιθυρίζει, «ζω για σένα», «είμαι εδώ».

Κι έτσι, κάθε νύχτα που περνάει, σκοτάδι γίνομαι και παραδίνομαι στο ρυθμό μου, που καίει ακόμα και ξέρω πως αυτό είναι κλεμμένο από τραγούδι της Αρβανιτάκη, αλλά εσείς δεν ξέρετε, πως εγώ το εννοώ…Τα ήσυχα βράδια, λοιπόν, περνάει φωτισμένο της ζωής μου το τρένο, που θα ‘σαι μέσα κι εσύ… Ναι, με φάγατε, κι αυτό είναι κλεμμένο από τραγούδι της Αρλέτας, αλλά δεν φταίω εγώ αν βιάστηκαν να τραγουδήσουν τον επίλογο που ήθελα να γράψω γι’ αυτό το κείμενο. Δεν έχω άλλο επίλογο που να μην είναι κλεμμένος από τραγούδι. Ψέματα. Έχω. Της καληνύχτα τα φιλιά!

Διαβάστε περισσότερα στο blog Χάπι Daddy και στο ομώνυμο βιβλίο του Αλέξανδρου