Τα καλοκαίρια που δεν τελειώνουν ποτέ…

Φωτογραφία © Χρήστος Τσουμπλέκας (www.tsoumplekas.gr)

Κι εκεί που πιστεύεις ότι δεν μπορεί να υπάρξει πιο κουραστικό καλοκαίρι – το πρώτο σου με παιδί…

γράφει ο Κωνσταντίνος Μητρούδης

Εκεί που νομίζεις πως έτσι και είχαμε έστω και μία πολύ μικρούλα αποσκευή ακόμα να χωρέσουμε στο αυτοκίνητο, αυτό θα κλάταρε από το βάρος κι αυτό αν καταφέρναμε εξ αρχής να τη χωρέσουμε ή πως το πιο αηδιαστικό πράγμα στον κόσμο, είναι να βγάζεις γόπες τσιγάρων απ’ το στόμα της ενός έτους κόρης σου, η οποία τις ξεθάβει με μαεστρία από την άμμο και αρχίζει να τις μασουλάει πριν προλάβει η μάνα της να ξεστομίσει: «μη αυτό στο στόμα, ίουυυυυ!» Εκεί λοιπόν που προσπαθείς να ατενίσεις το μέλλον με αισιοδοξία και να πείσεις τον εαυτό σου πως το επόμενο καλοκαίρι θα είναι καλύτερα τα πράγματα, έρχεται το επόμενο καλοκαίρι. Και μαζί του, ο νεογέννητος μπεμπάκος.

Και η κούραση πολλαπλασιάζεται, καθώς η αϋπνία αποτελεί καθοριστικό καταλύτη, ευτυχώς (sic), περισσότερο για τη μαμά που θηλάζει. Και η νέα σούπερ ντούπερ μπαγκαζιέρα χωρητικότητας τετρακοσίων λίτρων, περιέργως φαίνεται να αυξάνει από καθόλου έως ελάχιστα τη δυνατότητα μεταφοράς αποσκευών του αυτοκινήτου σου, σε σύγκριση με πέρυσι το καλοκαίρι.

Το κυνηγητό της μικρής (κι όμως μεγάλης πια) από την άλλη, για την αποτροπή μασουλήματος τσιγάρων πέριξ της ξαπλώστρας / κέντρου επιχειρήσεων, μετατρέπεται σε κυνηγητό σε όλο το μήκος της παραλίας, προκειμένου να μην απαχθεί από μέλη διεθνούς σπείρας εμπορίας οργάνων, με ταυτόχρονες φωνές του τύπου «έλα να σου βάλω λίγη κρεμούλα ακόμη, θα καείς» ή «μην πετάς το καπέλο σου κάτω, θα πάθεις ηλίαση» ή ακόμη «μην πετάς πετρούλες στον κύριο, αγάπη μου» (είναι 2 μέτρα, 150 κιλά) και άλλα τέτοια ωραία, που προσδίδουν μια νότα ελληνικού καλοκαιριού στις μουντές και βαρετά ανέμελες διακοπές των λουομένων.

Και κάπου ανάμεσα στο τάισμα φρούτων, την ετοιμασία του μπιμπερό και το κουβάλημα ειδών θαλάσσης, που η ποσότητα και ο όγκος τους σε κάνουν να μοιάζεις με ιθαγενή που συνοδεύει αποικιοκράτη κυνηγό, σε σαφάρι στο Σερεγκέτι, τις αρχές του 20ού αιώνα, συνειδητοποιείς ότι παράλληλα άλλαξαν και άλλα πράγματα.

Το σημαντικότερο είναι ότι πολλαλλασιάστηκαν τα παιδικά γέλια / βάλσαμο. Άλλωστε, κατά βάθος, σου είχε λείψει το μωρουδίστικο γέλιο καθώς η μικρή (μεγάλη πια, όλο το ξεχνάω), έχει γίνει κοτζάμ κορίτσαρος δύο και βάλε ετών. Τόσο, που ήδη αρχίζεις να καταστρώνεις σχέδια ακροβολισμού στο σπίτι, προς αναχαίτιση επίδοξων γαμπρών, στο πολύ μακρινό ελπίζεις μέλλον.

Έπειτα,  εκεί που πίστευες πως η χωρητικότητα της αγκαλιάς σου είναι συγκεκριμένη και περιορισμένη, ξαφνικά διαπιστώνεις πως αυτή είχε ως διά μαγείας αυξηθεί. Κρατάς από τη μια στιγμή στην άλλη δυο τερατάκια στα χέρια σου, που φωλιάζουν νωχελικά, επιδρώντας ευεργετικά στην αποβολή από τη μνήμη σου των δυσάρεστων αναμνήσεων που έχουν αποθηκευτεί εκεί,  κατά τη διάρκεια της ημέρας.

Γιατί όσο πολλές, όσο άσχημες και αν είναι αυτές, περιθωριοποιούνται αυτόματα στην προσπάθειά σου να δώσεις απαντήσεις ως υπέρτατος παντογνώστης, σε ερωτήσεις που ξεκινούν με ένα «τί ‘ναι ατό μπαμπά» και συνεχίζουν με το αξεπέραστο «ζατί μπαμπά;» ενώ ταυτόχρονα προσπαθείς να αντλήσεις την τελευταία σου ανάσα, επιχειρώντας να φουσκώσεις το στρώμα (αφού έχεις φουσκώσει νωρίτερα κουλούρα και μπρατσάκια).

Και πώς μπορείς να αρνηθείς ότι σου έλειψαν επίσης εκείνα τα κουταβίσια μάτια που σε κοιτούν ενώ καταβροχθίζουν λαίμαργα και την τελευταία σταγόνα γάλακτος από το μπιμπερό; Εν τω μεταξύ, φτάνεις στο σημείο όπου μαίνονται πλέον οι συζητήσεις περί παιδικών σταθμών, μπαλέτων (για την κόρη ή το γιο;!), κατασκηνώσεων, χρησιμότητας εμβολίων, χρήσης γιο γιο και χιλίων δυο άλλων θεμάτων.

Κάποιοι κακοπροαίρετοι θα έλεγαν πως για μας, το καλοκαίρι δεν ξεκίνησε ποτέ! Εμείς προτιμούμε να λέμε πως, στην οικογένειά μας, το καλοκαίρι δεν τελειώνει ποτέ…