Πέθανε ο δημιουργός του Playboy Χιου Χέφνερ

Απεβίωσε πλήρης ημερών, στα 91 του χρόνια ο Χιου Χέφνερ. Ο άνδρας που βρέθηκε πίσω από το περιοδικό Playboy. Ακολουθεί αναδημοσίευση της μεγάλης συνέντευξης, που δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Esquire (Τεύχος 20, Μάιος 2013).

Απ’ όσο µπορούν όλοι να θυµηθούν, οι Δευτέρες στο Playboy Mansion ήταν πάντα Aντρικές Βραδιές. Λίγο µετά τις πέντε το απόγευµα καµιά δεκαριά από τους καλύτερους φίλους του Χιου Χέφνερ – επίσηµοι καλεσµένοι και ισόβια µέλη του στενού του κύκλου – παρκάρουν τα αυτοκίνητά τους έξω από την µπροστινή πύλη του Mansion.

Μιλούν σε κάτι που θυµίζει µεγάλο στρογγυλεµένο βράχο και µια φωνή τούς δίνει την άδεια εισόδου αφού τους απευθύνει κάποιες ερωτήσεις. Καµιά φορά η φωνή ακούγεται έκπληκτη: «Τα κατάφερες να φτάσεις µέχρι εδώ;».

Η πύλη ανοίγει αποκαλύπτοντας ένα πλακόστρωτο µονοπάτι και δύο κίτρινες προειδοποιητικές πινακίδες: «ΤΑ ΖΩΑ ΩΣ ΕΔΩ» και «PLAYMATES AT PLAY».

Στο τέλος του µονοπατιού και στην κορυφή ενός φυσικού υψώµατος διαγράφεται η σιλουέτα του Mansion. Το γοτθικό κτίριο µε τα αµέτρητα µεγάλα παράθυρα «επιβλέπει» τους άψογους κήπους, τους οποίους περιποιούνται εργάτες µε πράσινα πουκάµισα. Σε καθένα απ’ αυτά τα πουκάµισα είναι ραµµένο ένα αναγνωρίσιµο λευκό κουνελάκι. Οι επισκέπτες κάνουν µια στάση στο σιντριβάνι (στην κορυφή του ένα µαρµάρινο χερουβείµ ασελγεί πάνω σε ένα µαρµάρινο δελφίνι) και κάποια στιγµή φτάνουν στη βαριά ξύλινη κεντρική πύλη του Mansion, η οποία οδηγεί στη Μεγάλη Σάλα. Στους τοίχους της αχανούς αίθουσας κρέµονται µεγάλα πορτρέτα του οικοδεσπότη και στο κέντρο της δεσπόζει ένα τεράστιο άγαλµα του Φρανκενστάιν.

Αυτός που συνήθως φτάνει πρώτος είναι ο Ρέι Άντονι, ο 91χρονος τροµπετίστας και µαέστρος. Τις περισσότερες φορές φοράει καπέλο, κάποιες άλλες µόνο το περουκίνι του. Και ο Φρεντ Ντράιερ είναι σχεδόν πάντα στην ώρα του. Οι παλάµες του παλαίµαχου ηθοποιού και ποδοσφαιριστή είναι µεγάλες σαν δίσκοι σερβιρίσµατος. Στη συνέχεια κάνει την εµφάνισή του ο Τζόνι Κρόφορντ (κάποτε ήταν παιδί-θαύµα του σινεµά) και αµέσως µετά ο 84χρονος Κιθ Χέφνερ, ο µικρότερος (και µοναδικός) αδερφός του Χιου Χέφνερ. Η παρέα συµπληρώνεται από τον Μαρκ Κάντορ, ένα συνταξιούχο νηπιαγωγό, τον Ρον Μπορστ, που θεωρείται αυθεντία στις συλλογές κινηµατογραφικών ενθυµίων, τον παραγωγό Κέβιν Μπερνς και τον Βενιαµίν και «νεοσύλλεκτο» Τζέρεµι Άρνολντ. Ο Άρνολντ είναι συγγραφέας και ιστορικός του κινηµατογράφου. Εντάχθηκε στον κύκλο των Αντρικών Βραδιών πριν από περίπου ένα χρόνο και αφού πέρασε δέκα χρόνια ως θαµώνας των Κινηµατογραφικών Βραδιών, που λαµβάνουν χώρα στο Mansion τις Παρασκευές, τα Σάββατα και τις Κυριακές. Περιφέρεται µε ένα χαµόγελο µονίµως ζωγραφισµένο στο πρόσωπό του, σαν να µην µπορεί να πιστέψει πού βρίσκεται. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι µπήκαν κάποια στιγµή και µε κάποιον τρόπο στην τροχιά του Χέφνερ, αυτός για κάποιο λόγο τους αποδέχτηκε και έκτοτε τον περιτριγυρίζουν όπως οι δορυφόροι τον πλανήτη τους. Και είναι βέβαιο ότι στο εξής δεν πρόκειται να βγουν από το δικό του πεδίο βαρύτητας. Δεν πρόκειται καν να το προσπαθήσουν.

Ο πυρήνας του συγκεκριµένου σύµπαντος είναι –προς το παρόν– αόρατος µε γυµνό µάτι.

Μάλλον βρίσκεται στον επάνω όροφο, στην κρεβατοκάµαρά του, και κατά πάσα πιθανότητα τρώει κοτόσουπα µε νουντλς. Αυτό τρώει σχεδόν κάθε µέρα. Αποφεύγει να γευµατίζει µε τους υπόλοιπους της παρέας, που εν τω µεταξύ έχουν µετακινηθεί στην τραπεζαρία και ετοιµάζονται να κάτσουν στις προκαθορισµένες τους θέσεις. Στην τραπεζαρία υπάρχει ένα µεγάλο ξύλινο τραπέζι, µια ντουζίνα περίτεχνες µπλε καρέκλες και ένα χάρτινο οµοίωµα του Χέφνερ σε φυσικό µέγεθος (απεικονίζεται χαµογελαστός, να φοράει µαύρες µεταξωτές πιτζάµες). Μπροστά στην κάθε προκαθορισµένη θέση υπάρχει το µενού της ηµέρας, αλλά το Mansion είναι σαν πολυτελές κρουαζιερόπλοιο: η τεράστια κουζίνα και το αξιοσέβαστο επιτελείο που τη στελεχώνει (ο Ουίλιαµ είναι ο σεφ, η Μπρέντα είναι υπεύθυνη για τα γλυκά, ο Άλαν είναι ο µπάτλερ και υπό τις οδηγίες τους βρίσκονται 7-8 ανώνυµοι υπάλληλοι) είναι σε θέση να ετοιµάσουν ανά πάσα στιγµή οποιαδήποτε αµερικανική σπεσιαλιτέ λιγουρευτεί ένας άντρας. Πολύ σύντοµα από τα άδυτα της αστραφτερής κουζίνας αρχίζουν να καταφθάνουν κάτι τεράστιες σαλάτες και πιατέλες φορτωµένες µε τηγανητό κοτόπουλο και µπριζόλες, ενώ σερβίρονται και τα πρώτα κοκτέιλ. Οι καλεσµένοι υψώνουν τα ποτήρια τους και αντί για πρόποση απαγγέλλουν όλοι µαζί: «Κύριοι, κύριοι, ας το ρίξουµε έξω, αφού εµείς είµαστε εδώ µέσα και όλοι οι άλλοι είναι στην απέξω».

Η πρόποση γράφτηκε από το µακαρίτη ηθοποιό Ρόµπερτ Καλπ. Είναι ένας από τους αρκετούς συχωρεµένους της λέσχης των Αντρικών Βραδιών. «Είµαι σίγουρος ότι είµαι ο αντικαταστάτης κάποιου αντικαταστάτη» λέει ο Άρνολντ χωρίς να εγκαταλείψει το χαµόγελό του. Ο Μελ Τορµέ, ο Τζον Ντάντε, ο Ντον Άνταµς, ο Τζέρι Βέιλ (αυτός δεν είναι νεκρός, απλά µετακόµισε), όλοι τους κάθονταν σε µία από αυτές τις µπλε καρέκλες και απήγγελλαν την ίδια φράση κάθε Δευτέρα βραδάκι, µέχρι που κάποια Δευτέρα έπαψαν να το κάνουν. Ο Χέφνερ, που πλέον έκλεισε τα 87 (σ.σ: πλέον έκλεισε τα 90), έχει αγαπήσει και έχει χάσει αρκετές γενιές φίλων. Όµως ούτε του αρέσει ούτε θέλει ούτε χρειάζεται να θυµάται την απώλειά τους. Απλώς κάποια στιγµή εξαφανίστηκαν και την επόµενη στιγµή το κενό που άφησαν στο τραπέζι αναπληρώθηκε από κάποιον άλλο αυτόµατα, όπως συµβαίνει στις γραµµές των συνταγµάτων του πεζικού.

Επιτέλους να κι ο Χεφ. Ο τρισδιάστατος σάρκινος εαυτός του είναι ντυµένος ακριβώς όπως και το δισδιάστατο χάρτινο οµοίωµα: µε µαύρες µεταξωτές πιτζάµες. Αυτές είναι οι επίσηµες πιτζάµες. Οι πιτζάµες του ύπνου –οι χειµωνιάτικες τουλάχιστον– είναι φανελένιες. Τα κάπως αραιά µαλλιά του είναι καλοχτενισµένα και οι κινήσεις του προσεκτικές εξαιτίας του προβληµατικού µηρού του. Η αύρα του, πάντως, παραµένει συναρπαστική και κάπως παιχνιδιάρικη. Παίρνει θέση στην κεφαλή του τραπεζιού και ανοίγει ένα ντοσιέ και ένα σηµειωµατάριο. Καλησπερίζει τους οµοτράπεζούς του και κατά κάποιον τρόπο κηρύσσει την πραγµατική έναρξη της Αντρικής Βραδιάς. Κάθε εβδοµάδα ο καθένας από τους καλεσµένους προτείνει τις κινηµατογραφικές ταινίες που θα ήθελε να δει. Ο Κιθ Χέφνερ φωνάζει τις προτάσεις στο «καλό» αφτί του αδερφού του και ο Χέφνερ τις καταγράφει στο σηµειωµατάριό του. Χρησιµοποιεί µολύβι και κάνει µεγάλα, γωνιώδη γράµµατα. Στο τέλος οι άντρες ψηφίζουν.

Ο Χέφνερ διαβάζει φωναχτά τις υποψηφιότητες αυτής της εβδοµάδας: Me and My Gal (1932), Ζωντανές αναµνήσεις (1980), Έγραψα µε αίµα τη ζωή µου (1948) –στο άκουσµά της ο Φρεντ Ντράιερ ενθουσιάζεται: «Τον λατρεύω τον Ρίτσαρντ Ουίντµαρκ»–, Κηλίδες στο πεζοδρόµιο (1950), Η γυναίκα-φάντασµα (1944), Κατηγορούµενη, είσαι ανήλικη; (1936). Μετά από δύο γύρους ψηφοφορίας (ο πρώτος οδήγησε σε ισοπαλία) προκρίνεται η ταινία Κηλίδες στο πεζοδρόµιο, ένα φιλµ νουάρ µε πρωταγωνιστές τον Ντέινα Άντριους και την Τζιν Τίρνεϊ. Ο Χέφνερ επιστρέφει στον επάνω όροφο για να µεταφέρει το αποτέλεσµα στον Τζον, που χειρίζεται τον προτζέκτορα (ο Τζον είναι 61 ετών και δουλεύει για τον Χέφνερ από τότε που ήταν ακόµα έφηβος – ακόµα ένας δορυφόρος του). Οι υπόλοιποι συνεχίζουν το δείπνο τους. Τα γέλια τους αντηχούν στη δρύινη επένδυση των τοίχων της τραπεζαρίας.

Κάποιες από αυτές τις βραδιές είναι επεισοδιακές. Η µοναδική στην οποία συµµετείχε ο Μάικ Τάισον, για παράδειγµα, είναι από τις πιο αξιοµνηµόνευτες. Όπως αφηγούνται οι θαµώνες, ο Τάισον προκάλεσε πανικό άµα τη εµφανίσει του στο Mansion, αφού µπήκε καπνίζοντας (στο Mansion εδώ και καιρό το κάπνισµα απαγορεύεται αυστηρώς). Αργότερα, κατά τη διάρκεια της προβολής της ταινίας, ο Τάισον την έπεσε σε έναν από τους δερµάτινους καναπέδες και κοιµήθηκε. Κάποια στιγµή άρχισε να χτυπάει ένα κινητό τηλέφωνο. Ένα κινητό που χτυπάει κατά τη διάρκεια της προβολής µιας ταινίας στο Mansion είναι σοβαρό παράπτωµα, από αυτά που στοιχίζουν αποβολή και ισόβιο αποκλεισµό από τις επόµενες προβολές. Ποιος θα τολµούσε να µη χαµηλώσει το κινητό του; Όπως αποδείχτηκε, το τηλέφωνο ήταν του Τάισον και δεν το άκουσε, συνέχισε τον ύπνο του. Δεν ξύπνησε ούτε όταν το τηλέφωνο ξαναχτύπησε. Κοντολογίς, το τηλέφωνό του χτυπούσε όλο το βράδυ. Εκείνος δεν ξύπνησε ούτε µία φορά και οι υπόλοιποι δεν τόλµησαν να τον ξυπνήσουν.

Ένα άλλο βράδυ οι άντρες αποφάσισαν να καλέσουν την Μπέτι Πέιτζ προκειµένου να παρακολουθήσουν µαζί της την ταινία Ο θρύλος της Μπέτι Πέιτζ (2005), που ήταν βασισµένη στη βιογραφία της. Πρωταγωνίστρια, στο ρόλο της πρώιµης, εµβληµατικής Playmate είναι η Γκρέτσεν Μολ. Η Πέιτζ επέλεξε να καθίσει κάπου στο πίσω µέρος της αίθουσας. Όλοι εύχονταν αυτό που θα παρακολουθούσε να την άφηνε ικανοποιηµένη (ο Χέφνερ ήταν πάντα προστατευτικός µαζί της και είχε αποκηρύξει δηµόσια µια άλλη βιογραφία της που εστίαζε στα ψυχολογικά της προβλήµατα – στον κεντρικό διάδροµο του επάνω ορόφου υπάρχει ακόµα κρεµασµένη µια τεράστια γυµνόστηθη φωτογραφία της). Οι ευχές πάντως δεν έπιασαν τόπο. Λίγο µετά τους τίτλους έναρξης η Μπέτι Πέιτζ άρχισε να ουρλιάζει: «Ψέµατα! Ψέµατα!». Μετά ξέσπασε σε κλάµατα και έκρυψε το πρόσωπό της µε τις παλάµες της. Ανάµεσα στους λυγµούς της ψέλλιζε: «Γιατί δεν µπορούν για µία φορά να πουν την αλήθεια για µένα;».

Απόψε πάντως το µοναδικό δράµα της Αντρικής Βραδιάς είναι ότι ο Τζον δυσκολεύεται να βρει τις Κηλίδες στο πεζοδρόµιο. Η συλλογή ταινιών του Χέφνερ είναι τεράστια. Απλώνεται σε αµέτρητα ράφια, ασφυκτικά γεµάτα µε VHS και DVDs. Στην κρεβατοκάµαρα του Χέφνερ υπάρχουν µερικές ακόµα χιλιάδες DVDs και κανένα από όλα αυτά δε συνυπολογίζεται στο υλικό που συµπεριλαµβάνεται στην επίσηµη βιβλιοθήκη του. Για αρκετή ώρα επικρατεί σύγχυση, αφού οι µισοί τουλάχιστον από την παρέα έχουν προβλήµατα ακοής –όπως σχολιάζει δηκτικά ο Μπορστ, η λέξη που ακούγεται πιο συχνά σ’ αυτές τις συναντήσεις είναι το «ορίστε;»– και κανένας τους δεν καταδέχεται να πιστέψει ότι η συλλογή του Χέφνερ έχει κάποιο κενό. Ο ίδιος ο Χέφνερ µοιάζει πολύ αναστατωµένος, σαν να συνειδητοποίησε ξαφνικά κάποιο σοβαρό ελάττωµα της ίδιας του της προσωπικότητας. Σύντοµα πάντως ο Τζον εξαπολύει από κάποια σκοτεινή γωνιά του Mansion µια θριαµβευτική ιαχή που αποτρέπει την υπαρξιακή κρίση του Χέφνερ, ο οποίος στις 18:30 ακριβώς λέει: «Πάµε να δούµε καµιά ταινιούλα;». Το λέει σαν να το σκέφτηκε αυθόρµητα εκείνη τη στιγµή. Λες και η συγκεκριµένη ιδέα τού πέρασε τυχαία απ’ το µυαλό, παρόλο που εδώ και δεκαετίες κάθε Δευτέρα στις 18:30 έχει την ίδια ακριβώς ιδέα. Οι άντρες παρατάνε τα πιρούνια τους (ακόµα κι αυτοί που ήταν έτοιµοι να βάλουν στο στόµα τους κάποια µπουκιά) και κατευθύνονται προς το living room.

Τώρα πια που τέσσερις φορές την εβδοµάδα προβάλλονται εκεί ταινίες –πέντε, για την ακρίβεια, αφού οι Πέµπτες έχουν οριστεί ως Βραδιές Τζέιµς Μποντ– το living room έχει µετατραπεί σε κινηµατογραφική αίθουσα (οι Τρίτες είναι Βραδιές Επιτραπέζιων – οι Χέφνερ παίζουν Uno και Ντόµινο συνοδεία κοριτσιών βγαλµένων από φαντασιώσεις). Στο living room υπάρχει ακόµα το µεγάλο πιάνο και ένα εντυπωσιακό πέτρινο τζάκι, αλλά όλα τα έπιπλα είναι στραµµένα προς τον απέναντι τοίχο, όπου κυριαρχεί η γιγαντιαία λευκή οθόνη. Όπου έπιπλα: καναπέδες, πολυθρόνες και ολόκληρες στοίβες από πορφυρά µαξιλάρια προορισµένα να ξεκουράζουν γέρικους αυχένες. Λίγο πριν σβήσουν τα φώτα σερβίρονται τα κέικ σοκολάτας, οι µηλόπιτες και παγωτά που καλύπτουν ολόκληρη τη γευστική γκάµα των Häagen-Dazs. Οι Κηλίδες στο πεζοδρόµιο προλογίζονται από µια ταινιούλα µικρού µήκους µε θέµα την τζαζ. Οι άντρες την παρακολουθούν µε ενθουσιασµό και χειροκροτούν στο φινάλε της. Έχουν επιστρέψει στο γνώριµο ασπρόµαυρο κόσµο τους.

Ο Χέφνερ κάθεται εκεί όπου κάθεται πάντα: στον καναπέ που βρίσκεται πιο κοντά στην οθόνη. Δίπλα του κάθεται ο Ρέι Άντονι και πίσω του ο αδερφός του. Όλοι τους παίρνουν τις ίδιες θέσεις εδώ και πολλά χρόνια – οι κινήσεις τους είναι αυτοµατοποιηµένες. Ο Χεφ σκεπάζεται µε µια κουβέρτα. Το κόκκινο φωτάκι του ακουστικού βαρηκοΐας του αναβοσβήνει µες στο σκοτάδι. Τώρα πια είναι χαλαρός και χαµογελαστός, χαµένος σε µια ταινία που την έχει παρακολουθήσει πολλές φορές στο παρελθόν. Το να παρακολουθείς τον Χιου Χέφνερ να παρακολουθεί ταινία είναι σαν να παρακολουθείς κάποιον που ατενίζει τη θάλασσα. Όταν αυτός και ο αδερφός του ο Κιθ ήταν παιδιά, επισκέπτονταν τις κινηµατογραφικές αίθουσες του Σικάγου τρεις τέσσερις φορές την εβδοµάδα. Πολύ συχνά έβλεπαν δύο και τρεις ταινίες την ίδια µέρα. Κάθονταν δίπλα δίπλα στο σκοτάδι και δραπέτευαν. «Σ’ εκείνες τις σκοτεινές αίθουσες», αφηγείται ο Χέφνερ, «όλα έµοιαζαν εφικτά».

Οι Κηλίδες στο πεζοδρόµιο είναι ένα καλογυρισµένο κλασικό νουάρ. Σε ένα σηµείο της ταινίας ακούγεται η ατάκα «Ο τύπος τσιµπάει ενίοτε και καµιά ξανθιά, αλλά αυτό δε λέγεται ζωή» και οι άντρες ξεσπούν σε γέλια. Ο Χέφνερ µάλλον έχει χάσει το αστείο προδοµένος από το ακουστικό του, παρ’ ολ’ αυτά γυρίζει προς το µέρος τους και πετάει: «Τι µας λες;». Εκείνοι γελούν ακόµα πιο δυνατά. Αργότερα, αφού ο Χέφνερ τους έχει καληνυχτίσει, οι άντρες συζητούν και µακαρίζουν την τύχη τους. Αισθάνονται τυχεροί που έχουν τις Αντρικές Βραδιές και την παρέα. Είναι ένα µάτσο βαρήκοοι ασπροµάλληδες που κάθονται στο σκοτάδι και τρώνε παγωτά, αλλά κάθε Δευτέρα έχουν την ευκαιρία να αναβιώσουν τα παιδικά τους όνειρα.

Επειδή εδώ τίποτα δεν αλλάζει, επειδή όταν τα χαλιά και οι κουβέρτες φθείρονται, αντικαθίστανται µε ακριβώς τα ίδια χαλιά και τις ίδιες κουβέρτες· επειδή στο Σπίτι των Παιχνιδιών υπάρχουν τα µπλιµπλίκια µε το Donkey Kong και το Defender· επειδή σε όλο το σπίτι υπάρχουν κάτι µυστηριώδεις πίνακες µε κουµπιά που κάποτε θεωρούνταν η αιχµή της τεχνολογίας και τώρα µοιάζουν σαν αποµεινάρια από προπολεµική ταινία επιστηµονικής φαντασίας· επειδή οι γυναίκες που τριγυρνούν εδώ µοιάζουν να κατέβηκαν από τις αφίσες που στόλιζαν τους κοιτώνες των φαντάρων του Β’ Παγκοσµίου· επειδή οι ταινίες είναι ακόµα ασπρόµαυρες – για όλους αυτούς τους λόγους το µέρος σε κάνει να αισθάνεσαι ότι τίποτα δε θα αλλάξει, ότι όλα αυτά θα διαρκέσουν για πάντα. Ακόµα και σ’ αυτό το σουρεαλιστικό µέρος, όµως, όπου ο χρόνος έχει λιγότερη σηµασία από οποιοδήποτε άλλο µέρος της Αµερικής, ο έξω κόσµος έχει αρχίσει να κάνει αισθητά τα σηµάδια του. Η ψευδαίσθηση συνεχίζει να είναι µόνιµος θαµώνας του Playboy Mansion, αλλά για πρώτη φορά από το 1971 που αγόρασε αυτό το κτίσµα ο Χέφνερ η πραγµατικότητα έχει αρχίσει να γίνεται τακτικός επισκέπτης.

Κάποιες φορές τα ίχνη της είναι ανεπαίσθητα. Στον πίσω κήπο, που αυτή την περίοδο έχει καταληφθεί από δύο αφρικανικούς εστεµµένους γερανούς, τον Σποτ και τον Καρλ, είναι τοποθετηµένη µια µικρή ταφόπλακα µε την επιγραφή: «ΤΕΡΙ, ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΜΑΛΛΙΑΡΗ ΜΑΪΜΟΥΔΙΤΣΑ» (υπάρχουν ακόµα πολλές µαϊµούδες, όπως και σκίουροι και εξωτικές αράχνες).

Κάποιες άλλες φορές τα δυσοίωνα σηµάδια εντοπίζονται στις µικρές, αλλά σηµαντικές αλλαγές σε συµπεριφορές που έχουν παγιωθεί και αποκρυσταλλωθεί εδώ και χρόνια. Η Μέρι Ο’Κόνορ, για παράδειγµα –είναι 84 ετών και τα µισά από αυτά τα χρόνια δουλεύει δίπλα στον Χέφνερ ως οικονόµος του Mansion–, είπε ότι θα ήθελε να κάνει κάποιες δηλώσεις, να συµβάλει µε τον τρόπο της στο άρθρο. Το συγκεκριµένο γεγονός αρκεί για να απλωθεί ένας δυσοίωνος ψίθυρος ανάµεσα στους 60-70 µόνιµους υπαλλήλους του προσωπικού του Mansion. Η Ο’Κόνορ έχει µιλήσει ελάχιστες φορές για τον Χέφνερ και για τα όσα έχει ζήσει δίπλα του, αλλά εδώ και κάµποσο καιρό παλεύει µε τον καρκίνο και, απ’ ό,τι φαίνεται, µάλλον θέλει να εκµυστηρευτεί κάποια πράγµατα πριν να είναι πολύ αργά. Κατά κάποιον τρόπο ετοιµάζει τη µικρή προφορική της διαθήκη.

Και, βέβαια, υπάρχουν και τα πιο εξόφθαλµα, τα αδυσώπητα σηµάδια της πραγµατικότητας. Υπάρχουν οι σακατεµένοι µηροί και τα δυσλειτουργικά αφτιά. Την εβδοµάδα που διανύουµε ο Χέφνερ υποφέρει επειδή έκανε δύο εξαγωγές, από τις οποίες µολύνθηκαν τα ούλα του. Πονάει πολύ και, παρ’ ότι καταφέρνει να αντεπεξέρχεται στις επαγγελµατικές του υποχρεώσεις, η ταλαιπωρία διαγράφεται στο πρόσωπό του. Ο πόνος τον κρατάει ξάγρυπνο. Ποτέ δεν κοιµόταν πολύ, αλλά τώρα τελευταία δεν κοιµάται καθόλου κι αυτό ανησυχεί τους ανθρώπους που τον περιβάλλουν και τον αγαπάνε.

Ακόµα κι όταν καταφέρνει να κοιµηθεί, δε βλέπει πια όνειρα. Είναι αυτή η σπάνια περίπτωση ανδρός που έχει εξαντλήσει τις φαντασιώσεις του. Έζησε τη ζωή του όπως ακριβώς την ήθελε, µέσα σε έναν κόσµο που τον έχτισε ο ίδιος ικανοποιώντας τις προσωπικές του προδιαγραφές. Καµιά φορά µιλάει για τα «χρόνια που αποµένουν», αλλά δεν αναφέρεται σ’ αυτά όπως αναφέρονται συνήθως οι άνθρωποι, µε την ανεπαίσθητη πικρία για όσα έµειναν ανεκπλήρωτα. Το µόνο που εύχεται εκείνος είναι να µην αλλάξει τίποτα. «Θέλω η υπόλοιπη ζωή µου να είναι ακριβώς όπως είναι και τώρα» λέει. «Θέλω να είµαι έτσι ακριβώς». Το αυστηρό πρόγραµµα, η ρουτίνα, ο κλειστός κύκλος των παλιών φίλων, η χρονοκάψουλα του Mansion και των ασπρόµαυρων ταινιών, όλα αυτά είναι ρυθµισµένα έτσι ώστε να τον βοηθούν να αντιστέκεται στις ανελέητες δυνάµεις που κάνουν τους άλλους άντρες να υποκύπτουν. Ο Χέφνερ κατάφερε να ικανοποιήσει τα όνειρά του, να αγγίξει αυτό που όριζε ως τελειότητα. Η τελευταία του µάχη είναι η µάχη για τη διατήρηση αυτής της τελειότητας.

Είναι κάτοχος δύο ρεκόρ Γκίνες. Και τα δύο επιβραβεύουν την αφοσίωσή του. Τα αναµνηστικά πιστοποιητικά τους βρίσκονται κρεµασµένα κάπου κοντά στα όµορφα στήθη της Μπέτι Πέιτζ. Ο Χέφνερ είναι ο άνθρωπος µε τη µεγαλύτερη θητεία στη διεύθυνση ενός περιοδικού – το παρθενικό τεύχος του Playboy κυκλοφόρησε το Δεκέµβριο του 1953 και στα τέλη της χρονιάς θα κυκλοφορήσει ένα επετειακό τεύχος 60 χρόνων (το περιοδικό το ίδρυσε αφού παραιτήθηκε από το Esquire, όπου εργαζόταν ως copywriter). Ο Χέφνερ είναι, επίσης, ο άνθρωπος µε τη µεγαλύτερη συλλογή προσωπικών λευκωµάτων. Ένας εγκάρδιος, αλλά κάπως νευρικός 49χρονος ονόµατι Στιβ Μαρτίνες έχει την ευθύνη της συµπλήρωσης και της συντήρησής τους. Φοράει γυαλιά µε χοντρό σκούρο σκελετό, έχει ένα ασηµένιο δόντι και εδώ και 22 χρόνια η βασική του ενασχόληση είναι η καταγραφή και η αρχειοθέτηση της ζωής του Χέφνερ. Το έργο µετράει ήδη 2.643 χοντρούς τόµους και –φυσικά– είναι ακόµα εν εξελίξει. Μέσα στους τόµους βρίσκεται καταγεγραµµένη και ντοκουµενταρισµένη κάθε µέρα της µακριάς και επεισοδιακής ζωής του Χιου Χέφνερ. Ο Έλβις Πρίσλεϊ άφησε πίσω του µια εντυπωσιακή συλλογή προσωπικών λευκωµάτων, αλλά κανένας άνθρωπος δεν έχει καταγράψει το πέρασµά του απ’ αυτό τον πλανήτη τόσο διεξοδικά όσο ο Χέφνερ.

Ο Ντικ Ρόζεντσβαϊγκ, 77 ετών σήµερα, ήταν το δεξί χέρι του Χέφνερ για 54 συναπτά έτη. Στην ταινία που ετοιµάζεται για τη ζωή του Χέφνερ τον Ρόζεντσβαϊγκ τον υποδύεται ο Ρόµπερτ Ντιβάλ. Κάποιο απόγευµα στο Mansion αφηγείται µια τρελή ιστορία από την εποχή που εκείνος, ο Χέφνερ, η τότε φιλενάδα του Χέφνερ, Μπάρµπι Μπέντον, και ο κριτικός κινηµατογράφου Τζιν Σίσκελ επιβιβάστηκαν στο Big Bunny, το κατάµαυρο τζετ του Χέφνερ µε την εναέρια ντισκοτέκ, και πέταξαν µέχρι το Λονδίνο προκειµένου να διασώσουν την παραγωγή µιας ταινίας που χρηµατοδοτούσε το Playboy. Η ταινία ήταν ο Μάκβεθ και σκηνοθέτης της ο Ροµάν Πολάνσκι. Ο Ρόζεντσβαϊγκ τοποθετεί χρονικά την ιστορία του κάπου ανάµεσα στο 1970 και το 1971. Ο Χέφνερ σιχαινόταν από τότε τα ταξίδια, αλλά έπρεπε να κάνει κάτι για την ταινία που χρηµατοδοτούσε. Αµέσως µετά αποφάσισε ότι όλοι τους χρειάζονταν λίγο ήλιο και πήγαν να τον µαζέψουν στο Σεν Τροπέ. Ο Ρόζεντσβαϊγκ θυµάται ότι πήγαν µε το τζετ στη νότια Γαλλία, όπου ο Χέφνερ νοίκιασε ένα γιοτ από το οποίο πέρασαν εκείνες τις µέρες αµέτρητες γυναίκες. Ανάµεσά τους µια «αµαζόνα από τη Σκανδιναβία» που κυκλοφορούσε φορώντας µόνο το κάτω µέρος του µπικίνι της ή ακόµα και χωρίς αυτό. «Ήταν µια απίθανη εκδροµή» λέει νοσταλγικά ο Ρόζεντσβαϊγκ.

Στον επάνω όροφο, στο δωµάτιο µε τα λευκώµατα, ο Μαρτίνες εντοπίζει ένα συγκεκριµένο τόµο και τον βγάζει από το ράφι. Κατά τη διάρκεια της κάθε εβδοµάδας το πρόγραµµα του Μαρτίνες προβλέπει τη συγκέντρωση φωτογραφιών, την αποδελτίωση άρθρων και τη συλλογή κάθε είδους υλικού που θα µπορούσε να συµπεριληφθεί σε ένα λεύκωµα. Κάθε Σάββατο ο Χέφνερ τοποθετεί το υλικό στον εκάστοτε τρέχοντα τόµο και γράφει τις λεζάντες (τις γράφει ακόµα σε γραφοµηχανή – την ίδια πάντα, για να µη µεταβάλλεται η γραµµατοσειρά των κειµένων). Κάθε νέα «µέρα» ξεκινάει µε τις εκάστοτε καινούριες φωτογραφίες, που τοποθετούνται υποχρεωτικά σε µια δεξιά σελίδα του τόµου, σαν να πρόκειται για καινούριο κεφάλαιο. «Δουλεύουµε µε ένα πολύ συγκεκριµένο σύστηµα» λέει ο Μαρτίνες. Αυτή τη στιγµή το «σύστηµα» µας βοηθάει να εντοπίσουµε εκείνο το ταξίδι στο Λονδίνο και στο Σεν Τροπέ. Βλέπουµε ότι το ταξίδι για τη σωτηρία του Μάκβεθ πραγµατοποιήθηκε το Φλεβάρη του 1971. Η εκδροµή στο Σεν Τροπέ έγινε για να γιορτάσουν το τέλος των γυρισµάτων της ταινίας και ξεκίνησε στις 8 Αυγούστου εκείνης της χρονιάς. Η µνήµη πρόδωσε τον Ρόζεντσβαϊγκ σε κάποια πράγµατα, αλλά τα αναµνηστικά λευκώµατα δεν κάνουν ποτέ λάθος. Βλέπουµε τον Πολάνσκι µε τα ατηµέλητα µαλλιά του, τον Σίσκελ, που µοιάζει σαστισµένος, τον Χέφνερ να παίζει τάβλι στο γιοτ –το γιοτ λεγόταν «Τρασίντα Τζιν»– και την Μπάρµπι Μπέντον στην πιο εκθαµβωτική της εκδοχή. Και –γαµώτο!– βλέπουµε και τη Σκανδιναβή Αµαζόνα µε τα ξανθά µακριά µαλλιά και τα τεράστια ηλιοκαµένα σκανδιναβικά αµαζόνεια βυζιά της εκτεθειµένα.

Στο πέρασµα των χρόνων ο αυτο-απολογισµός του Χέφνερ γινόταν όλο και πιο λεπτοµερής. Στους πρώτους τόµους υπάρχουν τα κόµικς που διάβαζε παιδάκι, οι σχολικοί του έλεγχοι, µια φωτογραφία όταν ήταν ακόµα µωρό – η λεζάντα της γράφει: «Το πρώτο επίσηµο πορτρέτο του ήρωά µας, που µόλις έγινε 6 µηνών». Βλέπουµε, επίσης, την απόδειξη που έδωσε στη µαµά του, την Γκρέις Χέφνερ, όταν εκείνη αποφάσισε να επενδύσει 1.000 δολάρια στο Playboy. Ο κάθε παλιός τόµος καλύπτει από µερικούς µήνες έως και ένα χρόνο της ζωής του Χέφνερ. Ο κάθε νεότερος τόµος καλύπτει το πολύ ένα µήνα. Οι τελευταίοι ίσα που χωράνε τρεις ή τέσσερις µέρες ο καθένας. Έτσι, λοιπόν, κάθε Σάββατο ο Χέφνερ ανεβαίνει εδώ, παίρνει τη θέση του στο γραφείο δίπλα στο µικρό οβάλ παράθυρο, βάζει στο στερεοφωνικό κάτι από Μπινγκ Κρόσµπι ή Φρανκ Σινάτρα και γεµίζει µερικές δεκάδες σελίδες µε το υλικό που έχει συλλέξει ο Μαρτίνες, ο οποίος είναι πάντα παρών στη συγκεκριµένη διαδικασία, προκειµένου να επιβεβαιώνει ότι όλα έχουν µπει στη σωστή σειρά.

«Το πιο σηµαντικό είναι η ηµεροµηνία. Αν ξέρεις την ηµεροµηνία, τα ξέρεις όλα» επισηµαίνει ο Μαρτίνες.

Ο Μαρτίνες έχει µείνει –χοντρικά– τρεις µήνες πίσω. Ο Χέφνερ προτιµά να περιµένει µέχρι να µαζευτούν ακόµα και τα καθυστερηµένα ή τα πιο ασήµαντα στοιχεία, προκειµένου να µην υπάρχει κανένα κενό στα λευκώµατα, καµία ανάγκη για επικαιροποίηση ή συµπλήρωσή τους και καµία ετεροχρονισµένη προσθήκη που θα µπορούσε να τον αναγκάσει να τοποθετήσει κάποια καινούρια φωτογραφία σε κάποια αριστερή σελίδα (το Playboy αναφέρεται περίπου ένα δισεκατοµµύριο φορές το µήνα σε όλα τα media όλου του πλανήτη. Σύµφωνα µε τις εκτιµήσεις της εταιρείας, 97% του γήινου πληθυσµού έχει γνώση του τι εστί Playboy, ποσοστό που βάζει το brand στην τριάδα των δηµοφιλέστερων, µαζί µε τη Nike και την Coca-Cola). Το µικρό δωµάτιο είναι τιγκαρισµένο µε χοντρά ντοσιέ και χαρτόκουτα που ξεχειλίζουν από φωτογραφίες, αλληλογραφία και αποδελτιωµένα κείµενα. Όλα αυτά περιµένουν το ξεδιάλεγµα του Μαρτίνες και την προσεκτική τοποθέτηση του Χέφνερ.

Ο Χέφνερ δεν είναι σε θέση να εξηγήσει ακριβώς γιατί συµπληρώνει αυτά τα λευκώµατα. Η απλούστερη απάντηση είναι ότι συνεχίζει να το κάνει γιατί κάποτε ξεκίνησε να το κάνει και γιατί πιστεύει ακράδαντα πως ό,τι αρχίζει πρέπει και να τελειώνει. Από την άλλη, θεωρεί ότι αυτή η συλλογή είναι το θεµέλιο πάνω στο οποίο χτίστηκαν όλα τα υπόλοιπα που έκανε στη ζωή του. Αν δεν ήταν ο τύπος που συµπληρώνει λευκώµατα, δε θα ήταν και ο τύπος που θα έµπαινε στη διαδικασία να ιδρύσει ένα περιοδικό ή τουλάχιστον ένα περιοδικό σαν το Playboy. «Κατά κάποιον τρόπο όλα συνδέονται µεταξύ τους» λέει. «Το περιοδικό είναι η επαγγελµατική εκδοχή της συνήθειάς µου να συµπληρώνω λευκώµατα». Στο Playboy ο Χέφνερ είναι ο βασικός πρωταγωνιστής µιας ιστορίας που κρατάει 60 χρόνια, ο ξεναγός µας στη δική του εκδοχή της καλής και καλοπερασµένης ζωής. Στα λευκώµατα µας ξεναγεί στην πραγµατική του ζωή. Το γεγονός ότι η πραγµατική του ζωή µοιάζει µε τη ζωή που προτείνει στις σελίδες του Playboy δείχνει πόσο αφοσιωµένος ήταν στο ρόλο του. Ο ιεροκήρυκας της καλής ζωής δεν έµεινε στη θεωρία και στο κήρυγµα.

Ο Χέφνερ δεν ξεφυλλίζει πια τους τόµους –κάποτε ξόδεψε δέκα ολόκληρα χρόνια προσπαθώντας να γράψει την αυτοβιογραφία του, αλλά στο τέλος εγκατέλειψε το σχέδιο γιατί συνειδητοποίησε ότι την είχε ήδη γράψει στα λευκώµατα–, αλλά αν ποτέ το θελήσει, µπορεί να ανατρέξει σε κάθε λεπτό (στην κυριολεξία) της ζωής του. Έχει δηµιουργήσει µια εξαντλητική, πληρέστατη τράπεζα προσωπικής µνήµης. Στον οποιονδήποτε επισκέπτη το ξεφύλλισµα αυτών των σελίδων προκαλεί ρίγη ενθουσιασµού. Στον Χέφνερ προκαλεί ίλιγγο.

Το πιο αποπροσανατολιστικό σύµπτωµα του Αλτσχάιµερ είναι η απώλεια της αίσθησης του χρόνου. Ο ασθενής τη µία στιγµή είναι γέρος και την αµέσως επόµενη έφηβος. Τη µία είναι µπαµπάς και αµέσως µετά παππούς και λίγο αργότερα γιος. Χάνει την ικανότητα να διακρίνει τις περιόδους της ζωής του, να τοποθετεί τον εαυτό του σε κάθε φάση της. Ο Χιου Χέφνερ δεν πάσχει από Αλτσχάιµερ. Το µυαλό του παραµένει κοφτερό – σχεδόν κάθε απόγευµα παίρνει ένα από τα χοντρά κόκκινα µολύβια που πάντα βρίσκονται στο γραφείο του και κάνει διορθώσεις στις σελίδες του περιοδικού του. Εδώ, όµως, περικυκλωµένος από τα λευκώµατά του, ο Χέφνερ γίνεται µέσα σε µια στιγµή όλα όσα έγινε σε ολόκληρη τη ζωή του. Η σηµερινή µέρα είναι η κάθε µέρα της ζωής του.

Στο τέλος της Αντρικής Βραδιάς, όταν πλέον οι περισσότεροι φίλοι του έχουν επιστρέψει στα σπίτια τους, ο Χέφνερ κάνει την εµφάνισή του στην κορυφή της σκάλας που δεσπόζει στη Μεγάλη Σάλα. Φοράει γαλάζιες φανελένιες πιτζάµες –τις χειµωνιάτικες πιτζάµες ύπνου– και τα µαλλιά του είναι κάπως ανακατεµένα. Πήρε το δείπνο του στο κρεβάτι, όπου εδώ και χρόνια παίρνει τα περισσότερα γεύµατά του (τα παραγγέλνει στην κουζίνα µε τα νούµερά τους). Τρώει πολύ λίγα και πολύ συγκεκριµένα πράγµατα, που του θυµίζουν τα πιάτα που του ετοίµαζε η µητέρα του όταν ήταν παιδί. Τώρα τελευταία παραγγέλνει συνέχεια το Νο 6. «Είναι ένα σάντουιτς µε µπέικον και µαρούλι» εξηγεί. «Το συνοδεύω µε γάλα, πατατάκια και λίγη σάλτσα µήλου. Και µία ξανθιά». Στην κουζίνα υπάρχουν φωτογραφίες που απεικονίζουν πώς ακριβώς θέλει ο Χέφνερ το κάθε του πιάτο, έτσι ώστε να µη γίνονται λάθη από τους σεφ. Τα συνοδευτικά πατατάκια διαλέγονται ένα ένα. Πρέπει να µην είναι σπασµένα και να έχουν όλα το ίδιο σχήµα (αν ο Χέφνερ επιλέξει σούπα µε κράκερ, όλα τα κράκερ πρέπει να έχουν ακριβώς το ίδιο χρώµα και να µην είναι καµένα στις γωνίες). Η σηµερινή ξανθιά είναι άψογη, όπως τα πατατάκια. Η 26χρονη Κρίσταλ Χάρις, µια πρώην Playmate που την παραµονή της Πρωτοχρονιάς έγινε η τρίτη κυρία Χέφνερ.

Ο µόνος τοµέας στον οποίο ο Χέφνερ δεν είναι σε θέση να κάνει ακριβή απολογισµό είναι οι γυναίκες µε τις οποίες έχει συνευρεθεί. Τις συζύγους του φυσικά τις θυµάται. Η πρώτη ήταν η Μίλι, πολύ καιρό πριν. Απέκτησε µαζί της δύο παιδιά, την Κρίστι, που σήµερα είναι 60 ετών, και τον Ντέιβιντ, που σήµερα είναι 55. Η επόµενη ήταν η Playmate Κίµπερλι Κόνραντ, µε την οποία απέκτησε άλλα δύο παιδιά, τον 22χρονο σήµερα Μάρστον και τον 21 ετών Κούπερ. Η Κρίσταλ Χάρις είναι η τρίτη. Όλες οι ενδιάµεσες, οι περιστασιακές σύντροφοι, τα «κουνελάκια», οι στάρλετ, οι Σκανδιναβές αµαζόνες του Σεν Τροπέ, στροβιλίζονται µέσα σε έναν κάπως θολό τυφώνα ένδοξων αντρικών αναµνήσεων. Η µόνη ερώτηση που τον κάνει κάπως να διστάζει είναι: «Πόσες γυναίκες;». «Πού θες να ξέρω;» απαντάει τελικά. «Είναι σίγουρα πάνω από χίλιες. Έχω περάσει κάποιες περιόδους της ζωής µου ως παντρεµένος. Όσο ήµουν παντρεµένος, δεν απάτησα καµία σύζυγό µου. Αναπλήρωνα, όµως, το χαµένο χρόνο όταν δεν ήµουν παντρεµένος».

Ο Χέφνερ και η Κρίσταλ θα παντρεύονταν το 2011 (γνωρίστηκαν το 2008, όταν εκείνη εµφανίστηκε στο περίφηµο Αποκριάτικο Πάρτι του Χέφνερ ντυµένη Γαλλίδα καµαριέρα – η εµφάνισή της εννοείται ότι έχει αρχειοθετηθεί στα λευκώµατα). Το Playboy του Ιουλίου του 2011 την είχε στο εξώφυλλο. Η Κρίσταλ κρατούσε µια πίπα, είχε ριγµένη στους ώµους της µία από τις ρόµπες του Χέφνερ και δίπλα της ήταν γραµµένη η ατάκα: «Η πριγκίπισσα της Αµερικής. Τα αποκαλυπτήρια της κυρίας Χέφνερ». Εκείνη, όµως, άλλαξε γνώµη. H ατάκα σε κάθε αντίτυπο του Playboy καλύφθηκε µε ένα κόκκινο αυτοκόλλητο που έγραφε: «Η νύφη το ’σκασε». Αυτά που επακολούθησαν ήταν πραγµατικά στενόχωρα. Η Κρίσταλ έκανε στον Χάουαρντ Στερν κάποιες δηλώσεις καθόλου κολακευτικές για τον Χέφνερ και για τη σεξουαλική τους ζωή. Η ιδιωτική θλίψη του Χέφνερ λέκιασε τη θριαµβική δηµόσια εικόνα του. Η Κρίσταλ είχε δωρίσει στον Χέφνερ ένα γλυπτό –σεµνό παραδόξως– µε τους δυο τους να κάθονται σε ένα παγκάκι. Το γλυπτό τοποθετήθηκε από την πρώτη στιγµή σε περίοπτη θέση στην τραπεζαρία, αλλά εξαφανίστηκε όταν η Κρίσταλ εγκατέλειψε το Mansion. Ο πίνακας που είχε παραγγείλει ο Χέφνερ στην πρώην Playmate και ζωγράφο Βικτόρια Φούλερ και απεικόνιζε τον ίδιο και την Κρίσταλ παρέµεινε κρεµασµένος στην πίσω µεριά της εξώπορτας. Κανείς δεν τόλµησε να τον αγγίξει.

Κάτι αντίστοιχο είχε συµβεί και µε την Κίµπερλι Κόνραντ κατά τη διάρκεια µιας Αντρικής Βραδιάς στην οποία προβαλλόταν ο Πολίτης Κέιν. Ο Χέφνερ καθόταν στη συνηθισµένη του θέση, η Κόνραντ είχε κουρνιάσει δίπλα του και άπαντες οι παρευρισκόµενοι προσπαθούσαν να αποφύγουν τους αυτονόητους παραλληλισµούς. Αυτό, µέχρι τη στιγµή που στην οθόνη έκανε την πρόστυχη εµφάνισή της η Σούζαν Αλεξάντερ και η Κόνραντ ύψωσε το χέρι της και φώναξε: «Αυτή είµαι εγώ!». Ακόµα και µετά το χωρισµό τους και αφού ο Χέφνερ της αγόρασε τη διπλανή έπαυλη και γκρέµισε τον τοίχο που χώριζε τα δύο κτίρια, κράτησε στον τοίχο της βιβλιοθήκης του τη µεγεθυµένη και κορνιζαρισµένη αφίσα από τη φωτογράφησή της στο Playboy. Το κάδρο ξεκρεµάστηκε µόνο όταν ο Μάρστον και ο Κούπερ δήλωσαν σε µια συνέντευξή τους ότι το να βλέπουν το αιδοίο της µαµάς τους κάθε φορά που πήγαιναν να επισκεφθούν τον µπαµπά τους δεν τους ήταν και πολύ ευχάριστο. Έκτοτε η κορνιζαρισµένη αφίσα βρίσκεται στο γραφείο του. Όχι κρεµασµένη – είναι στο πάτωµα και ακουµπάει σε έναν τοίχο, µε τις στοίβες από τα χαρτιά, τα περιοδικά και τα βιβλία που την περιστοιχίζουν να έχουν καλύψει τους µηρούς της Κόνραντ. Ο Χέφνερ δεν είναι ο τύπος που πετάει πράγµατα, αλλά ειδικά αυτή την αφίσα δεν πρόκειται να την ξεφορτωθεί ποτέ. Γιατί ο Χέφνερ είναι ο τύπος που δεν αποχωρίζεται ποτέ αυτά που τον πλήγωσαν.

Δεν αγαπάει απλώς τις γυναίκες. Τις λατρεύει. Θυµάται όλες τις επώδυνες λεπτοµέρειες της απόρριψης που τον µεταµόρφωσε στον άντρα που είναι σήµερα (ποτέ δεν αποδέχτηκε το σεξισµό που του καταλόγισαν. «Το φεµινιστικό κίνηµα ξεπήδησε από την ίδια αφετηρία που γέννησε το Playboy, αλλά καταφέρθηκε εναντίον του» λέει. «Εγώ έβλεπα τις γυναίκες ως συµµάχους µου, δεν µπορώ να καταλάβω πώς έχασαν τόσο πολύ το νόηµα»). Τα δηµοφιλή κορίτσια του σχολείου του διοργάνωναν κάθε χρόνο ένα παζάρι. Ο Χέφνερ ήταν ερωτευµένος µε µια «µελαχρινή τσαχπίνα», την Μπέτι Κόνκλιν. Εκείνη, όµως, δεν είχε µάτια παρά µόνο για τον κολλητό του φίλο, τον Μποµπ Χόγκαν. Και, φυσικά, ο Χόγκαν ήταν εκείνος που την έπεισε να τον συνοδεύσει στο παζάρι. «Σκέφτηκα “Τι διάολο!” ή, εν πάση περιπτώσει, κάτι παρεµφερές και αποφάσισα να αλλάξω το στυλ µου. Και άλλαξα στην κυριολεξία» εξοµολογείται ο Χέφνερ. Δεν ξανασυστήθηκε ποτέ ως Χιου, άρχισε να ντύνεται καλύτερα και ανέπτυξε µια εµµονή µε τα γκατζετάκια και τα κάθε είδους αντικείµενα του πόθου, µε όλο αυτό που πολλά χρόνια αργότερα θα ονοµαζόταν «lifestyle». Δε θα γινόταν ποτέ ξανά το αντικείµενο της συλλογής. Θα ήταν ο συλλέκτης. Θα ήταν ο οικοδεσπότης, όχι ο καλεσµένος. Ακόµα και σήµερα σπάνια θα πάει σε πάρτι που διοργανώνει κάποιος άλλος. Οι φίλοι του από τις Αντρικές Βραδιές κάποτε µίσθωσαν έναν κάµεραµαν που κινηµατογράφησε το εσωτερικό των σπιτιών τους και πρόβαλαν τα όσα φιλµάρισε κάποια Δευτέρα στον προτζέκτορα µόνο και µόνο για να πειστεί ο Χέφνερ ότι είχαν κι εκείνοι δικά τους σπίτια, έστω κι αν επί µονίµου βάσεως βρίσκονταν στο δικό του.

Στη δική τους βιρτουόζικη αρρενωπότητα αναζήτησε την παρηγοριά όταν το έσκασε η Κρίσταλ. Λίγο πριν ξεκινήσει ακόµα µία ταινία γύρισε και τους είπε: «Αν προσπαθήσω να ξαναπαντρευτώ, πυροβολήστε µε». Και φαινόταν να το εννοεί. Όταν η Κρίσταλ γύρισε, οι άντρες αναστατώθηκαν. Αναρωτήθηκαν αν έπρεπε να του πουν κάτι, αν έπρεπε να αποτρέψουν το γάµο. Ο αδερφός του ήταν αυτός που τους εµπόδισε να το κάνουν. «Ο Χιου είναι ευτυχισµένος» λέει σήµερα ο Κιθ Χέφνερ. «Ας τον αφήσουµε να απολαύσει την ευτυχία του».

Ο νεότερος Χέφνερ είναι µια χαµογελαστή, ξεσηκωτική παρουσία. Τις έξι από τις επτά µέρες της εβδοµάδας τις περνάει στο Mansion και ο «ρόλος» που έχει αναλάβει εδώ και χρόνια είναι αυτός της ψυχής της παρέας. «Αυτός είναι ο καλύτερός µου φίλος» λέει ο Χιου Χέφνερ. Ήταν ο πρώτος που έσπευσε να επενδύσει κάποια χρήµατα στο περιοδικό του αδερφού του και δεν του βγήκε σε κακό – πέρασε ολόκληρη τη δεκαετία του ’60 διαλέγοντας και εκπαιδεύοντας τα «κουνελάκια» που στελέχωναν τα απανταχού Playboy Clubs. Και έκανε όσο περίπου σεξ έκανε και ο αδερφός του. «Το να είσαι το Νο 2 δεν είναι και τόσο άσχηµο» λέει ο Κιθ. «Ειδικά αν το Νο 1 είναι εκείνος». Καθισµένος στο γραφείο της βιβλιοθήκης του Mansion, ο Κιθ απαντάει στην ερώτηση: «Γιατί ταινίες;».

«Η µητέρα µας µας πήγαινε από πολύ µικρούς στον κινηµατογράφο» αφηγείται µε µια βαθιά φωνή βαρύτονου. «Τον αγαπούσαµε τον κινηµατογράφο, ήταν η µεγάλη µας απόδραση. Μας έκανε να ονειρευόµαστε…». Κάνει µια µικρή παύση και συνεχίζει: «Η έλλειψη ζεστασιάς και φροντίδας από την οικογένειά µας είχε τροµερές επιπτώσεις και στους δυο µας. Στο σπίτι µας δεν υπήρχαν αγκαλιές και φιλιά. Οι γονείς µας ήταν αυστηροί πουριτανοί. Θυµάµαι κάποια φορά που πέρασα από το σπίτι ενός φίλου για να τον πάρω να πάµε κάπου και η µαµά του βγήκε στην εξώπορτα, τον αγκάλιασε και τον φίλησε». Η φωνή του Κιθ τρέµει. Κλαίει µε την ανάµνηση µιας µητρικής αγκαλιάς που απόλαυσε ένας φίλος του πριν από περισσότερα από 70 χρόνια. «Εµείς το στερηθήκαµε αυτό» λέει τελικά. «Γι’ αυτό βλέπουµε ταινίες».

Γι’ αυτό ο Κιθ είπε στην παρέα της Αντρικής Βραδιάς: «Ας τον αφήσουµε να απολαύσει την ευτυχία του». Κανείς δεν έχει την ψευδαίσθηση ότι ο γάµος της Κρίσταλ και του Χέφνερ προέκυψε από έρωτα ή πάθος. Είναι ένας γάµος που παρέχει άνεση και ασφάλεια, όχι µόνο σ’ εκείνη, αλλά και σ’ εκείνον – ίσως περισσότερο σ’ εκείνον. Η Κρίσταλ είναι χαρούµενο πλάσµα, γελάει εύκολα. Τις αρέσουν οι ροζ φόρµες και δεν αποχωρίζεται τις ταλαιπωρηµένες Ugg µπότες της. Όταν µπαίνει σε κάποιο δωµάτιο που βρίσκεται ο Χέφνερ, εκείνος πετάγεται και της δίνει ένα φιλί στο µάγουλο. Του αρέσει να την παρακολουθεί όταν µιλάει. Του αρέσει όταν εκείνη βάζει τις παλάµες της ανάµεσα στις δικές του. «Πιστεύει στην αγάπη» λέει η Κρίσταλ. «Ο Χεφ µε αγαπάει περισσότερο από όσο έχει αγαπήσει ποτέ ένας άντρας µια γυναίκα. Μου πήρε καιρό να το συνειδητοποιήσω, αλλά ξέρω ότι αυτός είναι ο προορισµός µου: να ζήσω αυτό που ζω σήµερα».

«Οι φίλοι µας ξέρουν ότι είµαστε τέλεια µαζί» λέει ο Χέφνερ. «Οι άσχετοι είναι αυτοί που µας αντιµετωπίζουν περιφρονητικά έχοντας στο µυαλό τους τα στερεότυπα περί ηλικίας και οµορφιάς… Προσωπικά, αισθάνοµαι πολύ τυχερός που βρήκα αυτή τη γυναίκα σ’ αυτή τη φάση της ζωής µου. Νοµίζω ότι κράτησα την καλύτερη για το τέλος».

Μία από τις πιο καθοριστικές πτυχές της ζωής στο Mansion είναι ότι, εκτός από την πάροδο του χρόνου, οφείλει να αγνοεί και την πάροδο των χρόνων – τις ηλικίες. Σε κάθε πάρτι, ακόµα και στις πιο «οικογενειακές» συγκεντρώσεις, συµµετέχουν άντρες και γυναίκες από τα δύο αντίθετα άκρα του ηλικιακού φάσµατος. Έφηβοι και υπερήλικες που συναντιούνται χαρωπά κάπου στη µέση. Ο Χέφνερ βάζει την Κρίσταλ στον κόσµο των ταινιών του Φρεντ Αστέρ και της Τζίντζερ Ρότζερς και των ξεχασµένων σελέµπριτι που ζουν πια µόνο στα λευκώµατά του. Εκείνη του µαθαίνει το True Blood (του αρέσει επειδή «δείχνει συχνά βυζιά») και το Twitter. «Το να κρίνεις τον άλλο µε βάση την ηλικία του είναι αντίστοιχο του ρατσισµού και του σεξισµού» λέει ο Χέφνερ. Σε ένα από τα λευκώµατά του υπάρχει ένα αξέχαστο σηµείωµα που έγραψε στις 18 Οκτωβρίου του 1961, όταν τα Playboy Clubs του Μαϊάµι και της Νέας Ορλεάνης δεν επέτρεψαν την είσοδο σε κάποιους Αφροαµερικανούς. Ο Χέφνερ υποχρέωσε τους ιδιοκτήτες να του επιστρέψουν τις άδειες λειτουργίας των κλαµπ. «Είµαστε δηλωµένοι εχθροί κάθε είδους διάκρισης» έγραψε στο σηµείωµα. «Πιστεύουµε στην αδελφοσύνη και συµµετέχουµε ενεργά στη µάχη που θα δώσει τέλος σε κάθε είδους φυλετική ανισότητα». Ο Χέφνερ ήταν µπροστά από την εποχή του το µεγαλύτερο διάστηµα της ζωής του. Σήµερα στο σπίτι του, κάτω από τη δική του στέγη, είναι εξίσου ευπρόσδεκτοι αυτοί που έχουν ζήσει ήδη πολλά χρόνια και αυτοί που έχουν ακόµα πολλά να ζήσουν. Κανενός η εµπειρία ή η απειρία δε θεωρείται αµαρτία.

Ο Χέφνερ κατεβαίνει τη Μεγάλη Σάλα. Οι παντόφλες του ίσα που ακουµπούν το κάθε σκαλί. Κρατάει µια φωτογραφία µε ασηµένια κορνίζα. Βαδίζει αµίλητος προς το τραπέζι που βρίσκεται κοντά στην κύρια είσοδο, κάτω από εκείνο τον πίνακα της Βικτόρια Φούλερ που δεν ξεκρεµάστηκε ποτέ από τον τοίχο (προσφάτως επέστρεψε στην τραπεζαρία και το άγαλµα µε το παγκάκι). Είναι µια φωτογραφία του γάµου του. Εκείνος φοράει σµόκιν και αγκαλιάζει την Κρίσταλ, που κρατάει τον Τσάρλι, το σκυλάκι τους, που επίσης φοράει σµόκιν. Ο Χέφνερ ακουµπάει τη φωτογραφία στο τραπέζι, την κοιτάει προσεκτικά και χαµογελάει. «Είµαι αθεράπευτα ροµαντικός», θα δηλώσει αργότερα, «πάντα ήµουν». Αυτή τη στιγµή, πάντως, παραµένει σιωπηλός, σαν να είναι εντελώς µόνος του σ’ αυτό το σπίτι, στο οποίο δεν έχει περάσει ούτε ένα λεπτό εντελώς µόνος του.

Θα έρθει κάποια µέρα που ο Στιβ Μαρτίνες θα βρεθεί εντελώς µόνος του στο µικρό δωµάτιο του επάνω ορόφου. Θα βάλει να ακούσει Μπινγκ Κρόσµπι ή Φρανκ Σινάτρα και θα κληθεί να συµπληρώσει µόνος του τους τρεις τέσσερις τελευταίους µήνες που θα ολοκληρώσουν τη σειρά των λευκωµάτων. Θα παρακάµψει το «σύστηµα» και θα γράψει µόνος του τις λεζάντες στις φωτογραφίες. Τελευταίες θα ταξινοµήσει τις νεκρολογίες – τα λαµπρά εγκώµια και τους κακεντρεχείς απολογισµούς µιας ζωής που ο ίδιος καταγράφει και αρχειοθετεί συστηµατικά εδώ και 22 χρόνια. Ο Χέφνερ του έχει ζητήσει να ταξινοµήσει τις νεκρολογίες και µετά να κλείσει οριστικά τα λευκώµατα. Στον Μαρτίνες δεν αρέσει αυτή η συζήτηση. «Δε θέλω να το σκέφτοµαι» λέει. Δε θέλει να σκέφτεται ότι θα πρέπει να ολοκληρώσει τη ζωή του Χέφνερ χωρίς τον Χέφνερ στο πλάι του. «Δε µου αρέσει καθόλου αυτή η σκέψη».

Ο Χέφνερ, πάντως, το έχει σκεφτεί πολύ. Πριν από πολλά χρόνια πλήρωσε µια περιουσία για να αγοράσει το µνήµα που γειτονεύει µ’ αυτό της Μέριλιν Μονρόε στο κοιµητήριο Village Memorial Park (βρίσκεται σχετικά κοντά στο Mansion). Του αρέσει να σκέφτεται ότι το τέλος της ζωής του θα τον βρει ξαπλωµένο δίπλα στο αγαπηµένο του κορίτσι, που κόσµησε το εµβληµατικό πρώτο εξώφυλλο του περιοδικού του. «Μου αρέσει να λειτουργώ έτσι, µε µια αίσθηση συµµετρίας και συνέχειας» λέει. «Θέλω τα πράγµατα να ταιριάζουν, να βγάζουν ένα νόηµα». Ο Τζόνι Κάρσον είπε κάποτε ότι µε τόσα χρήµατα που ξόδεψε ο Χέφνερ δικαιούται τουλάχιστον να βρεθεί ξαπλωµένος πάνω της, όχι δίπλα της («Ο Τζόνι Κάρσον το είπε, όχι εγώ» – το ξεκαθαρίζει, γιατί κάποια πρόσωπα είναι ιερά). Δεν πιστεύει στη µετά θάνατον ζωή. «Όχι, εδώ βρίσκονται όσα µας αναλογούν» λέει. Πιστεύει όµως στα εντυπωσιακά φινάλε – στα µνηµεία και στις κληρονοµιές. Κι αυτό µάλλον κάτι λέει γι’ αυτό τον άντρα που δίνει τόσο σθεναρά τη µάχη που ξέρει ότι στο τέλος θα χάσει – τη µάχη που κατά κάποιον τρόπο ήδη χάνει.

Η Μέρι Ο’Κόνορ πέθανε στις 27 Ιανουαρίου. Ήταν άρρωστη από καιρό, αλλά ο θάνατός της έχει συγκλονίσει τους πάντες στο Mansion. Το τέλος της ήρθε πολύ γρήγορα, ξαφνικά, πριν προλάβει να µιλήσει για τον άνθρωπο που γνώριζε τόσο καλά ή, εν πάση περιπτώσει, πριν προλάβει να µιλήσει για όσα ήθελε να µιλήσει. Η Κρίσταλ, που είχε δεθεί πολύ µαζί της, την επισκέφθηκε στο νοσοκοµείο την προηγουµένη του θανάτου της. Ο Χέφνερ ήταν συντετριµµένος, δεν πήγε ποτέ στο νοσοκοµείο. Διέδωσε τα θλιβερά νέα στο Twitter. «Την αγαπούσαµε µε τρόπο που δεν περιγράφεται µε λέξεις» έγραψε. Στη δική της περίπτωση δεν υπάρχει αντικαταστάτης. Δεν υπάρχει υποκατάστατο, δεν υπάρχει ένας Τζέρεµι Άρνολντ να σηκωθεί από τον πάγκο και να αναπληρώσει το κενό. Κάποια πρόσωπα είναι αναντικατάστατα. Φεύγουν κι αυτοί που µένουν πίσω δεν ξεπερνούν ποτέ την απώλειά τους.

Η πραγµατικότητα παρεισφρέει στο Mansion και µε άλλους τρόπους. Τα τελευταία χρόνια η Playboy Enterprises υποχρεώθηκε να προχωρήσει σε αναγκαίες και επώδυνες δοµικές αλλαγές. Η κρίση του 2008, σε συνδυασµό µε κοσµογονικές αλλαγές που υπέστη η βιοµηχανία του Τύπου, παραλίγο να βυθίσουν το Playboy. Οι µετοχές της εταιρείας κατρακύλησαν –το Playboy µπήκε στο χρηµατιστήριο το 1971– και η Wall Street σχεδίαζε την οριστική διαγραφή τους. Οι πωλήσεις του περιοδικού έπεσαν κατακόρυφα. Έφτασε να πουλάει 1,5 εκατοµµύριο αντίτυπα (στη δεκαετία του ’70 πουλούσε περισσότερα από 7 εκατοµµύρια). Τα Playboy Clubs είχαν κλείσει από καιρό. Η Κρίστι Χέφνερ, που κατείχε τη θέση του διευθύνοντος συµβούλου των επιχειρήσεων από το 1988, παραιτήθηκε το Δεκέµβριο του 2008. «Είχα στραγγίξει» λέει. «Είχα ξεµείνει από ιδέες. Στην πιάτσα των επιχειρήσεων υπάρχει η φράση: “Ποτέ µη ρισκάρεις το ράντσο”. Στη δική µας περίπτωση το “ράντσο” είναι το Mansion. Δεν µπορούµε να πάρουµε ένα οικονοµικό ρίσκο που, αν δεν πετύχει, θα µας αναγκάσει να ψάξουµε ένα δυάρι για να µείνει ο πατέρας µας».

Η Κρίστι Χέφνερ αντικαταστάθηκε µε τον Σκοτ Φλάντερς, έναν τύπο που περιγράφει τον εαυτό του ως «ειδικό πράκτορα». Η ειδίκευσή του είναι οι αλλαγές. «Μια φρέσκια προσέγγιση ήταν απαραίτητη» δηλώνει. Τους πρώτους τρεις µήνες της θητείας του τους πέρασε µελετώντας τα βιβλία της εταιρείας. Κάποια στιγµή εµφανίστηκε ενώπιον του Χέφνερ και του διοικητικού συµβουλίου και ανακοίνωσε το πόρισµά του: το Playboy στο εξής δε θα µπορούσε να είναι βιώσιµο ως ένας µιντιακός οργανισµός. Οι Αµερικανοί έχουν άπειρους τρόπους για να αποκτήσουν αυτό που κάποτε τους πρόσφερε µόνο το Playboy. Παρ’ όλ’ αυτά, η εταιρεία µπορούσε να σωθεί, να γίνει βιώσιµη και κερδοφόρα, αλλά ως brand. Η αξία του Playboy ήταν το όνοµά του, το λευκό κουνελάκι και οι συνειρµοί που προκαλεί στο 97% του ανθρώπινου πληθυσµού. Το περιοδικό, που ακόµα και σήµερα εµφανίζει ζηµίες εκατοµµυρίων δολαρίων κάθε χρόνο, ίσως να είχε ακόµα λόγο ύπαρξης ως όχηµα και µόνο, ως το µέσο που θα µεταφέρει τα εµπορικά, κερδοφόρα µηνύµατα. Τα λεφτά, πάντως, θα έρχονταν από τις συµφωνίες που θα γίνονταν σε όλο τον κόσµο και τις παραχωρήσεις αδειών εκµετάλλευσης των εµπορικών σηµάτων της εταιρείας. Από τα T-shirts στην Τσεχία, από µια µπίρα στη Βραζιλία, από τα προϊόντα αντρικής περιποίησης, από τα εµφιαλωµένα νερά. Προς µεγάλη έκπληξη του Φλάντερς, το διοικητικό συµβούλιο συµφώνησε µαζί του.

Και από το 2011 το Playboy ξανάγινε ιδιωτική επιχείρηση. Ο Φλάντερς διατείνεται ότι αυτό ήταν ιδέα του Χέφνερ. Το πρόβληµα ήταν ότι ο Χέφνερ δεν είχε την οικονοµική δυνατότητα να αγοράσει τα µερίδια όλων των µετόχων της εταιρείας του. Χρειαζόταν ένα συνεταίρο µε πολύ βαθιές τσέπες. Κάπου εκεί εµφανίστηκε η επενδυτική Rizvi Traverse Management. Μετά από παρατεταµένες διαβουλεύσεις ο Χέφνερ συµφώνησε να κρατήσει µόλις το 34% της εταιρείας που ο ίδιος είχε ιδρύσει –η Rizvi πήρε στην κατοχή της το 60%–, αλλά θα διατηρούσε τη διαχείριση των δύο πυλώνων της ύπαρξής του: του περιοδικού και του Mansion. Η συγκεκριµένη κίνηση ήταν µεν αναγκαία, αλλά ήταν και ένας συµβιβασµός που πριν από µερικά χρόνια θα φάνταζε αδιανόητος για τον Χέφνερ, που ξαφνικά βρέθηκε υπάλληλος της ίδιας του της εταιρείας και ένοικος στο ίδιο του σπίτι. Η αµοιβή του για την επιµέλεια του περιοδικού και την εκπροσώπηση της εταιρείας θα ήταν ένα εκατοµµύριο δολάρια. Το νοίκι του ήταν καθαρά συµβολικού χαρακτήρα: 100 δολάρια το χρόνο. Η καινούρια εταιρεία έβγαλε στο σφυρί τα τηλεοπτικά της κανάλια, τα δορυφορικά της ραδιόφωνα και τα ψηφιακά της καταστήµατα. Στα εµβληµατικά της γραφεία στο Σικάγο κατέβηκαν τα ρολά, εκατοντάδες εργαζόµενοι απολύθηκαν –κανένας από τους εργαζοµένους του Mansion– και το προσωπικό που παρέµεινε µετακόµισε σε καινούρια γραφεία, σε ένα κτίριο από τσιµέντο και γυαλί στο Μπέβερλι Χιλς. Οι αυθεντικοί πίνακες του Λιρόι Νέιµαν µεταφέρθηκαν και τώρα κρέµονται σ’ αυτά τα καινούρια γραφεία. Αυτοί οι πίνακες, ο Χέφνερ και το Mansion είναι όσα έχουν αποµείνει από το αυθεντικό Playboy. «Είµαι ένας πάρα πολύ επιτυχηµένος επιχειρηµατίας, αλλά δε δίνω δεκάρα για τις επιχειρήσεις» θυµοσοφεί ο Χέφνερ. «Ούτως ή άλλως, αυτά ήταν τα µόνα πράγµατα που είχαν σηµασία για µένα, και τα κράτησα». Όλο το υπόλοιπο Playboy είναι πια µια θεωρητική ιδέα, διαθέσιµη στον καθένα για υλοποίηση έναντι –φυσικά– αµοιβής.

Ο Κούπερ Χέφνερ είναι φτυστός ο πατέρας του και προαλείφεται για διάδοχός του. Η αναφορά και µόνο του ονόµατός του κάνει το πρόσωπο του Χέφνερ να φωτίζεται. Στα µάτια του Κούπερ, στο Playboy αυτή την περίοδο λαµβάνει χώρα µια απολύτως αναγκαία εσωτερική επανάσταση. «Αυτή είναι κληρονοµιά της οικογένειάς µου» λέει και ακόµα και η φωνή του είναι ίδια µε τη φωνή του πατέρα του. «Οφείλω να είµαι πολύ αυστηρός. Τις προάλλες έβαλα δίπλα δίπλα το τεύχος µε τη Μέριλιν Μονρόε και το τεύχος µε την Μπρι Όλσον (ήταν το τεύχος Αυγούστου του 2011) και προσπαθούσα να καταλάβω πώς, διάολο, καταλήξαµε έτσι. Αυτό που είµαστε σήµερα δε συγκρίνεται µ’ αυτό που ήµασταν κάποτε». Ο Κούπερ –είναι ακόµα φοιτητής στο Πανεπιστήµιο Τσάπµαν, που βρίσκεται νότια του Λος Άντζελες– έχει ξεφυλλίσει τα λευκώµατα και έχει παρατηρήσει θαµπωµένος τις φωτογραφίες του πατέρα του δίπλα στον Μπιλ Κλίντον, στον Τζον Λένον, στον Μάλκολµ X. Γνωρίζει ότι κάποτε το Playboy δεν ήταν απλώς ένα έντυπο και ότι η εταιρεία δεν ήταν απλώς ένα λευκό κουνελάκι. Το Playboy ήταν στην πρώτη γραµµή. Βούταγε στα βαθιά, ήταν γενναίο. «Εκεί πρέπει να επιστρέψουµε» λέει. «Στο εξής δε θέλω να ξαναφοβηθούµε τίποτα».

Ο Χιου Χέφνερ έχει αναθέσει τη διεύθυνση του περιοδικού σε ένα µαλλιαρό, υπερκινητικό και παρανοϊκό 38χρονο, τον Τζίµι Τζέλινεκ, ο οποίος εµφανίζεται φορώντας ένα T-shirt του συγκροτήµατος Brian Jonestown Massacre (την πρώτη φορά που τον πήραν τηλέφωνο από το Playboy βρισκόταν κρεµασµένος ανάποδα από το ταβάνι ενός ξενοδοχείου στη λίµνη Τάχο και έπινε µπίρα από µια µάνικα). Ο Τζέλινεκ ήταν ένας εκ των συνεργών στην παρ’ ολίγον δολοφονία του Playboy, αφού έχει περάσει από όλα τα ανταγωνιστικά του έντυπα που εµφανίστηκαν στις αρχές των ’00s – από το FHM, το Maxim και το Stuff. Σήµερα προσπαθεί να µάθει να λειτουργεί µέσα στο σύστηµα που έχει επιβάλει ο Χέφνερ για την προετοιµασία του περιοδικού (είναι ένα σύστηµα ανάλογο των λευκωµάτων). Ο Χέφνερ, για παράδειγµα, είναι αυτός που επιλέγει τις Playmates, τα ανέκδοτα και τα καρτούν. Κάποια θέµατα περνάνε πρώτα απ’ αυτόν για ανάγνωση και επιµέλεια. Η κεντρική συνέντευξη του περιοδικού συνεχίζει να έχει υποχρεωτικά τρεις µικρές φωτογραφίες στο κάτω µέρος της πρώτης σελίδας της. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, όµως, ο Τζέλινεκ έχει την ελευθερία να χτίσει το δικό του σύµπαν. «Έχουµε δηµιουργήσει ένα µικρόκοσµο µέσα στον οποίο ο αναγνώστης µπορεί να βρει µια εναλλακτική στη σαπίλα της τηλεόρασης» περιγράφει ο Τζέλινεκ. «Να αράξει, να χαλαρώσει και να διαβάσει κάτι που να έχει ουσία». Ο Χέφνερ πίστευε πάντα ότι το περιοδικό του ήταν λίγο σαν το ψυχολογικό τεστ Ρόρσαχ – καθρέφτης και παράθυρο την ίδια στιγµή. Ο Τζέλινεκ θεωρεί ότι αυτή είναι ακόµα η οµορφιά του. «Έχουµε τη δυνατότητα να παίζουµε µε τις λέξεις σε ένα αναλογικό περιοδικό που τυπώνεται σε χαρτί. Αυτό είναι σηµαντικό προνόµιο» παρατηρεί. «Αν δεν το εκτιµήσουµε, θα πέσουµε στη λούµπα και θα καταλήξουµε να γράφουµε µε τα εσώρουχα στο σαλόνι του σπιτιού µας βλακείες από το Ίντερνετ. Προσωπικά, προτιµώ να αυτοπυροβοληθώ παρά να κάνω κάτι τέτοιο».

Όπως και οι περισσότεροι άντρες άνω των 30, ο Τζέλινεκ θυµάται το πρώτο του Playboy σχεδόν όσο και το πρώτο του φιλί. «Σχεδόν όλοι θυµούνται το πρώτο τους Playboy» λέει ο Χέφνερ. «Εκατοντάδες άνθρωποι µε πλησιάζουν και µου το εξοµολογούνται συγκινηµένοι κάθε µήνα. Μου λένε ότι τους χάρισα µια µοναδική, ανεπανάληπτη εµπειρία. Δεν ίδρυσα ένα περιοδικό. Ίδρυσα ένα περιοδικό που άλλαξε τα πάντα».

Σίγουρα άλλαξε τα πάντα στη ζωή του Τζίµι Τζέλινεκ. Το πρώτο του Playboy το έκλεψε από το φίλο του τον Ντάνι, που το είχε αγοράσει από έναν άλλο φίλο τους, τον Μάθιου, ο οποίος το είχε σουφρώσει από τη συλλογή του πατέρα του. Ήταν το τεύχος Μαΐου του 1987, που είχε στο εξώφυλλο τη Βάνα Ουάιτ και τη σχισµή των οπισθίων της. Εκείνη την εποχή µια σχισµή οπισθίων σε εξώφυλλο αποτελούσε εθνικό σκάνδαλο. «Το ξεφυλλίζαµε µε τον Ντάνι σε ένα µικρό κρησφύγετο που είχαµε φτιάξει κάτω από τις σκάλες του σπιτιού του» αφηγείται ο Τζέλινεκ. «Εκεί έλαβε χώρα η δική µας µετάβαση στην ενηλικίωση».

Η νοσταλγία ξεχειλίζει στα λόγια του. Τρέχει στον ολοκαίνουριο υπολογιστή του και µπαίνει στο ολοκαίνουριο ψηφιακό αρχείο του Playboy. Δε δυσκολεύεται καθόλου να εντοπίσει το τεύχος που κάποτε έκρυβε µε ευλάβεια και ξεφύλλιζε µε λαχτάρα. Και όλα εµφανίζονται ξανά µπροστά στα µάτια του: οι διαφηµίσεις των τσιγάρων και των παλιών Isuzu, η Μπάρµπαρα Χέρσι και ο Φιλ Κόλινς, η κεντρική συνέντευξη, την οποία είχε παραχωρήσει ο Νοροντόµ Σιχανούκ, ο πρώην βασιλιάς της Καµπότζης, ένας τύπος που σίγουρα δε σε ενέπνεε για να τον παίξεις µαζί του. Και, βέβαια, η Μις Μάιος Κιµ Πέιτζ στο centerfold του Playboy, ένα κορίτσι απ’ αυτά που ο Χέφνερ αποκαλούσε «κορίτσια της διπλανής πόρτας», αλλά εν προκειµένω η διπλανή πόρτα άνοιγε σε έναν αχυρώνα και το κορίτσι είχε σηκωµένη τη φούστα και κατεβασµένη την µπλούζα και έσκυβε πάνω από ένα φράχτη. Ο Τζέλινεκ χαζεύει την Πέιτζ για πρώτη φορά έπειτα από 26 χρόνια. Το αντικείµενο του εφηβικού του πόθου δεν έχει αλλάξει καθόλου. Κάπου εκεί έξω η Κιµ Πέιτζ έχει κλείσει τα 47. Εκεί µέσα, στο γυάλινο γραφείο του Μπέβερλι Χιλς που θυµίζει θερµοκήπιο, είναι ακριβώς όπως ήταν το 1987. Και θα παραµείνει έτσι για πάντα. Κάποιοι άνθρωποι δεν αντικαθίστανται για τον απλούστατο λόγο ότι δεν παύουν ποτέ να υπάρχουν.

Είναι Παρασκευή βράδυ, άρα Κινηµατογραφική Βραδιά. Στο βάθος του προαυλίου του Mansion διακρίνεται ένα ανοιχτό τουριστικό λεωφορείο. Ο ξεναγός κάνει λόγο για τον «επίγειο παράδεισο». Οι τουρίστες βγάζουν φωτογραφίες και παραληρούν κάθε φορά που κάποιο αυτοκίνητο παίρνει την άδεια να διασχίσει την κεντρική πύλη του Mansion. Ποιοι είναι άραγε αυτοί οι τυχεροί;

Κάποιοι από την παλιοπαρέα βρίσκονται και απόψε εδώ. Ανάµεσά τους ο Ρέι Άντονι και ο Κιθ Χέφνερ. Η πλειοψηφία όµως των αποψινών καλεσµένων του Mansion είναι γυναίκες. Μια κυρία µεγάλης ηλικίας µε πρησµένα χείλη σηκώνεται από την πολυθρόνα της και ανακοινώνει φωναχτά: «Είµαι η µοναδική ξανθιά εδώ µέσα που δεν τον έχει πηδήξει». Το ακροατήριο δεν εκφράζει καµία ένσταση. Ο µπουφές µε τις γαρίδες, το ψητό κοτόπουλο και τα εξωτικά λαχανικά είναι περικυκλωµένος από διάφορες πρώην Playmates όλου του ηλικιακού φάσµατος. Η Τζόις Νιτζάρι (Μις Δεκέµβριος 1958) είναι εδώ, φανατική καπνίστρια ακόµα και τώρα, στα 72 της. Δεν έφυγε ποτέ από το πλάι του Χέφνερ, είναι κάτι σαν υποδιευθύντριά του. Παρούσες είναι επίσης η Κάρα Μόνακο (Μις Ιούνιος 2005 και Playmate της Χρονιάς 2006), η Ντιάνα Μπρουκς (Μις Μάιος 1998), η Σέρα Μπέχαρντ (Μις Νοέµβριος 2010), η Άβα Φαµπιάν (Μις Αύγουστος 1986), η Χέδερ Ρενέ Σµιθ (Μις Φεβρουάριος 2007, µε αξέχαστη συµµετοχή στο 18ο επεισόδιο της σειράς του Playboy TV, Καυτά γυµνά κορίτσια που κάνουν τα δικά τους – στο συγκεκριµένο επεισόδιο έκαναν τα δικά τους σε ένα κάµπινγκ). Υπάρχουν και δύο πολύ νεαρά κορίτσια. Μοιάζουν φρέσκα, είναι αναντίρρητα πανέµορφα και ήρθαν στο Λος Άντζελες για να φωτογραφηθούν. Η Κρίσταλ φοράει, όπως πάντα, τις Ugg
της και τους ρίχνει µια µάλλον καχύποπτη µατιά την ώρα που προσεγγίζει τον µπουφέ. Τα κορίτσια κοιτάζουν τις γυναίκες που βρίσκονται γύρω τους. Ίσως βλέπουν σ’ αυτές το δικό τους µέλλον. Τις κοιτάζουν –όπως και οι άντρες– µε ενθουσιασµό και µια δόση δυσπιστίας.

Μια µεγαλύτερη, κοµψά ντυµένη κυρία κάθεται ήσυχα σε ένα αποµακρυσµένο τραπέζι. Το όνοµά της είναι Μόνικα Χενράιντ. Είναι η κόρη του µακαρίτη Αυστριακού ηθοποιού Πολ Χενράιντ, που ανάµεσα σε πολλούς άλλους ρόλους στην καριέρα του έπαιξε και αυτόν του Βίκτορ Λάζλο στην Καζαµπλάνκα. Για τον Χέφνερ η Καζαµπλάνκα είναι η κορυφαία ταινία όλων των εποχών –«η τέλεια ταινία», όπως τη χαρακτηρίζει– και εδώ και αρκετές δεκαετίες το θέµα του πάρτι των γενεθλίων του είναι εµπνευσµένο από αυτήν. Οι άντρες καλεσµένοι φοράνε σµόκιν µε λευκά σακάκια, οι γυναίκες φανταχτερά φορέµατα εποχής και όλοι µαζί κάθονται και παρακολουθούν τον Χάµφρεϊ Μπόγκαρτ και την Ίνγκριντ Μπέργκµαν να συναντιούνται και να χωρίζουν, στην ίδια οθόνη κάθε χρόνο. Οκτώ εννιά χρόνια νωρίτερα κάποιος αποφάσισε να καλέσει τη Μόνικα Χενράιντ σαν δώρο για τον Χέφνερ, σαν έναν –χαλαρό έστω– κρίκο που θα τον συνέδεε µε την ταινία. Ο Χέφνερ ενθουσιάστηκε. Είχε την τιµή να γνωρίσει την κόρη του Βίκτορ Λάζλο, του ατρόµητου πολέµιου του φασισµού. Όπως και τόσοι άλλοι άνθρωποι που κάποια στιγµή βρέθηκαν στο δρόµο του, η Μόνικα Χενράιντ δε διανοήθηκε έκτοτε να αποµακρυνθεί από εκείνον.

Ο Χέφνερ προς το παρόν είναι στον επάνω όροφο και δέχεται τις περιποιήσεις του γιατρού του. Δεν έχει ακόµα αναρρώσει πλήρως από τις εξαγωγές των δοντιών του και το προηγούµενο βράδυ κοιµήθηκε ελάχιστα. Παλιά άντεχε να γράφει τρεις µέρες σερί – τον κρατούσαν ξύπνιο τα Ντεξεντρίν και η παθολογική του φιλοδοξία. Τώρα το µόνο που τον αγχώνει είναι να µη χάσει την έναρξη της αποψινής ταινίας. Ο τίτλος της είναι Ατρόµητος Σέρλοκ Χολµς. Γυρίστηκε το 1947 και έχει πρωταγωνιστή τον Μποµπ Χόουπ.

Η κρεβατοκάµαρα του Χέφνερ: ένα τεράστιο ξύλινο κρεβάτι που έχει σκαλισµένες πάνω του γοργόνες µε µεγάλα βυζιά. Μαύρα σατέν σεντόνια, πολλά µαξιλάρια και µία απ’ αυτές τις φλις κουβέρτες που τις πουλάνε στη λαϊκή. Η συγκεκριµένη έχει πάνω της τη φιγούρα της Μέριλιν Μονρόε και είναι διπλωµένη έτσι ώστε η Μέριλιν να φαίνεται ξαπλωµένη στο κάτω µέρος του κρεβατιού. Στο ταβάνι πάνω από το κρεβάτι υπάρχει ένας µεγάλος καθρέφτης. Κοντά στο κρεβάτι βρίσκονται οι προτοµές του Φρανκενστάιν και του Δράκουλα. Μέσα σε µια προθήκη καµαρώνει ένα ακτινοβόλο όπλο από τον Πόλεµο των άστρων. Παντού υπάρχουν βιβλία για τον Φρανκ Σινάτρα και τον Τζίµι Χόφα και στοίβες περιοδικά. Δύο οθόνες προβολής, η µία δίπλα ακριβώς στην άλλη. Ένας πολυέλαιος από τον οποίο κρέµονται δεκάδες δαντελωτά εσώρουχα. Ένας καναπές που έχει καταληφθεί από βαλσαµωµένα ζώα. Η Μπέτι Μπουπ, ο Μίκι Μάους, ένα άγαλµα του Rocketeer. Μια καλοφτιαγµένη στριφογυριστή σκάλα που οδηγεί στο γραφείο του, όπου η Κίµπερλι Κόνραντ περιµένει κάποιον να τη σώσει από τις στοίβες των περιοδικών που τη σκεπάζουν. Ένα κορνιζαρισµένο απόσπασµα από τη Φιλοσοφία του Playboy του 1966. Μια ασπρόµαυρη φωτογραφία στην οποία ο πιτσιρικάς Χέφνερ κοιτάζει σκεπτικός ένα ξύλινο παιχνιδάκι. Μπροστά της ένα µικρό γλυπτό ενός άντρα που παίρνει από πίσω µια γυναίκα.

Ο Χέφνερ διασχίζει το βεστιάριό του και µπαίνει στο µπάνιο. «Τόσες πιτζάµες!» αναφωνεί. Είναι αλήθεια, έχει πάρα πολλές πιτζάµες. Βρίσκονται στις κρεµάστρες σιδερωµένες στην εντέλεια – 60 ή 70 σετ, ταξινοµηµένα ανά χρώµα και ύφασµα. Σε ένα ράφι βρίσκονται οι δεκάδες µαύρες παντόφλες του, το εµβληµατικό καπέλο καπετάνιου και πέντε έξι απ’ αυτές τις πορφυρές µεταξωτές ρόµπες. Είναι ένα µέρος εξίσου γελοίο και τέλειο. «Δε γίνεται να ζήσεις τη ζωή κάποιου άλλου» λέει, αλλά εκείνος το έκανε. Έζησε µια ζωή που κανονικά δεν του αναλογούσε. Μια ζωή µεγάλη «όσο και τα όνειρά µου», σ’ εκείνες τις σκοτεινές αίθουσες, έξω από την αγκαλιά της µητέρας του. Δεν έχει πια τέτοια όνειρα: «Σταµάτησα να ονειρεύοµαι γιατί έζησα όλα όσα ονειρεύτηκα».

Λίγο πριν από το γάµο µε την Κρίσταλ, ο Κούπερ ρώτησε τον πατέρα του αν τον απασχολεί καθόλου η γνώµη των άλλων. Η απάντησή του ήταν: «Γάµα τους άλλους». Γάµησέ τους. Στον έξω κόσµο είναι εύκολο να τον χλευάσεις, γιατί είναι γέρος και οι γέροι είναι εύκολη λεία. Μέσα στο Mansion τα πράγµατα είναι διαφορετικά. Εδώ µέσα κανείς δεν κάνει το λάθος να ξεχάσει ότι οι γέροι ήταν κάποτε νέοι. Εδώ µέσα κανείς δεν ξεχνάει.

Τώρα κατεβαίνει βιαστικά τις σκάλες κοιτάζοντας αγχωµένος το ρολόι του. Θα αργήσει. Δεν µπαίνει καν στον κόπο να αλλάξει πιτζάµες, κατεβαίνει µε τις φανελένιες. Δεν έχει ξαναεµφανιστεί έτσι δηµοσίως, ούτε καν στο δικό του στενό κύκλο. Γι’ αυτό και η εµφάνισή του µε τις πιτζάµες του ύπνου γεννά µια ξαφνική θλίψη στους ανθρώπους του Mansion. Η πραγµατικότητα µόλις κέρδισε µερικούς ακόµα πόντους. Η σκέψη που περνάει από το µυαλό όλων είναι ότι οι βραδιές που έχουν µπροστά τους είναι πλέον µετρηµένες. Κανείς δεν µπορεί να ξέρει πόσες αποµένουν –η Γκρέις Χέφνερ έζησε µέχρι τα 101–, αλλά σίγουρα είναι λιγότερες απ’ αυτές που έχουν ήδη περάσει. Μικρά κενά. Μικρές αλλαγές. Όλο και πιο συχνά στο Mansion απλώνεται η βεβαιότητα ότι το τέλος πλησιάζει. Και αυτή είναι η µοναδική βεβαιότητα που έχει αποµείνει στο σπίτι της παρελθούσης απολυτότητας. Τι θα συµβεί όταν έρθει το τέλος;

Το Playboy θα επιβιώσει ή, τουλάχιστον, θα επιβιώσει ως εταιρεία, ως επιχειρηµατική οντότητα, ως ένα brand ιδιοκτησίας της Rizvi Traverse Management. Το λευκό κουνελάκι θα συνεχίσει να βρίσκεται σε τσέχικα T-shirts και βραζιλιάνικες µπίρες. Και το περιοδικό θα συνεχίσει µάλλον να υφίσταται (σε κάποια έστω µορφή) και θα είναι κερδοφόρο σε χώρες όπως η Μογγολία και η Ταϊλάνδη, εκεί όπου συνεχίζει να σηµαίνει τα πράγµατα που δε σηµαίνει πια στην Αµερική. Υπάρχουν ακόµα κάποια µέρη στον κόσµο όπου το Playboy αντιπροσωπεύει την αλλαγή. Ο Κούπερ Χέφνερ µπορεί να τα καταφέρει και να εξελιχθεί όντως στο νέο πρόσωπο της επιχείρησης. Και θα θυµίζει τόσο πολύ το παλιό πρόσωπο, που όποιος τον αντικρίζει θα χρειάζεται λίγο χρόνο µέχρι να συνειδητοποιήσει ότι το πάρτι –αυτό το συγκεκριµένο πάρτι– θα έχει τελειώσει.

Δεν είναι µόνο ότι αυτό το µικρό σύµπαν θα καταρρεύσει µόλις χάσει τον πυρήνα του. Δεν είναι µόνο ότι αυτοί οι παράξενοι, όµορφοι, κατεστραµµένοι, ανοιχτόκαρδοι άνθρωποι θα µείνουν άστεγοι και θα παρασυρθούν από τα κύµατα µόλις χάσουν τις άγκυρές τους, τις Αντρικές Βραδιές και το Ντόµινο. Όλοι µας θα χάσουµε κάτι. Ο Χιου Χέφνερ δεν είναι πια µπροστά από την εποχή. Ο χρόνος τον έφτασε, τον έπιασε. Και αργά το βράδυ, όταν πια το Mansion ησυχάζει, µπορείς να το νιώσεις: αυτό το µέρος είναι ήδη ένα µουσείο. Δεν είναι δύσκολο να φανταστείς αυτούς τους τουρίστες που µέχρι σήµερα τραβούσαν φωτογραφίες έξω από την πύλη να στέκονται σε µια ουρά και να αγοράζουν το εισιτήριο που θα τους επιτρέπει να τη διασχίζουν και να εισέρχονται στον «επίγειο παράδεισο». Να περιφέρονται σ’ αυτά τα δωµάτια, να χαζεύουν τα µαύρα σατέν σεντόνια, τα σκονισµένα εσώρουχα που κρέµονται από τον πολυέλαιο. Το Playboy, όµως, δεν ήταν ένα αξιοθέατο του καιρού του. Μας βοήθησε να γίνουµε αυτό που είµαστε. Το περιοδικό του Χέφνερ ήταν όντως ένα τεστ Ρόρσαχ. Ήταν επίσης ένα ζιζάνιο που σου έµπαινε στο ρουθούνι. «Άστραφτε και βρόνταγε» λέει ο Τζίµι Τζέλινεκ. Εδώ και 60 χρόνια το Playboy βρισκόταν στο σωστό στρατόπεδο –στα θέµατα του σεξ, των αµβλώσεων, των πολιτικών δικαιωµάτων, του AIDS, του γάµου των οµοφυλοφίλων, του πολέµου, της ανεκτικότητας, των προσωπικών ελευθεριών– και πολεµούσε. Στην πραγµατικότητα, όµως, αυτό δεν το έκανε το Playboy. Δεν το έκανε το brand ή το κουνελάκι. Το έκανε αυτός. Το κάνει αυτός. Και χωρίς αυτόν δε θα γίνεται πια.

Αυτή η σκέψη δεν είναι ωραία. Γιατί να την κάνεις; Καλύτερα να µείνεις εδώ, στο σταµατηµένο χρόνο και στον απαράλλακτο χώρο και να δραπετεύσεις µέσα σε ακόµα µία ταινία. Ο Χέφνερ εµφανίζεται στην αίθουσα. Οι φίλοι του τον χειροκροτούν και τα φώτα σβήνουν. Αρχίζει η ταινία. Ο οικοδεσπότης µας είναι εδώ. Λίγο καθυστερηµένος απόψε, αλλά µόνο λίγο. Έχει δίπλα του τη γυναίκα του, τον αδερφό του και όλους του τους φίλους. Ο Χέφνερ σκεπάζεται µε την κουβέρτα του και φροντίζει να είναι σκεπασµένη και η Κρίσταλ. Τη ρωτάει ψιθυριστά αν έχει βολευτεί και αν της αρέσει το κέικ. Αµέσως µετά βουλιάζει στον αγαπηµένο του καναπέ και τα πάντα ξαναγίνονται πιθανά. Η αίθουσα είναι ζεστή και µυρίζει ποπκόρν.