Ταινία στον καναπέ: Οι αγώνες μας

Ταινία στον καναπέ: Οι αγώνες μας, 2018

Ο Σενέζ αφηγείται με κοινωνιολογική οξυδέρκεια αλλά και χιουμοριστική τρυφεράδα, τον αγώνα ενός πατέρα δυο μικρών παιδιών, που εγκαταλείπεται από τη σύζυγο, ενώ συγχρόνως πιέζεται έντονα στην εργασία.

Η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του βέλγου σκηνοθέτη είναι μοιρασμένη -όχι ισομερώς- ανάμεσα σε δυο πολύ αληθινές, πολύ καίριες, και παγκοσμίως αναγνωρίσιμες συνιστώσες της σημερινής αστικής ζωής. Η πρώτη σχετίζεται με την εργασίαˑ και τους εκβιαστικά απάνθρωπους όρους που θέτει ο καπιταλισμός για δαύτην. Ο Ολιβιέ (Ντουρίς, καλύτερος από ποτέ, και σε κόντρα ρόλο), προϊστάμενος σε πολυεθνική εταιρεία συσκευασίας διαδικτυακών παραγγελιών, μαθαίνει ότι μεσήλικας συνάδελφος (Ζεπέ) πάει για απόλυση -δεν αποδίδει πια τ’ αναμενόμενα, γαρ. Δυστυχώς, όταν ο Ολιβιέ ερωτάται από τον συνάδελφο αν γνωρίζει τίποτα για τα πλάνα της εταιρείας, εκείνος το αρνείται.

Δείτε ακόμη: Ταινία: «Δύσκολοι Αποχαιρετισμοί: Ο Μπαμπάς Μου» 

Και το ίδιο βράδυ, ο φρεσκοαπολυμένος αυτοκτονεί… Η δεύτερη και πιο αναπτυγμένη πτυχή του σεναρίου έχει να κάνει με την οικογένεια. Ή, καλύτερα, με τη δυσκολία του να έχεις οικογένεια μέσα σε τέτοιες συνθήκες -και δη, όταν είσαι άντρας. Διότι λίγο μετά την έναρξη του φιλμ, η γυναίκα του Ολιβιέ, Λορά (Ντεμπέ), τον εγκαταλείπει χωρίς εξήγηση. Ούτε εκείνος, κι ακόμη περισσότερο ο Σενέζ θα ασχοληθούν με το τι, γιατί και πώς της εγκατάλειψης. Εξάλλου, ο Ολιβιέ έχει να ασχοληθεί άμεσα με τον οκτάχρονο Έλιοτ (Γκρινμπερζέ) και την μικρότερη Ροζ (Βος), τα δυο παιδιά τους που έως τότε μόνο ακροθιγώς τον απασχολούσαν, αφού το μεγάλωμά τους ενέπιπτε κλασικά στα καθήκοντα της Λορά.

Δείτε ακόμη: Ταινία στον καναπέ: Μετά τη Λουτσία – Despues de Lucia 

Διατηρώντας την εργασιακή πίεση ως εξωγενή επιβαρυντικό παράγοντα, η αφήγηση εστιάζει στη νέα κατάσταση στο σπιτικό του Ολιβιέ. Με τρυφεράδα, διάσπαρτο χιούμορ, δύσθυμες πινελιές, κι απόλυτα φυσικούς διαλόγους βλέπουμε τον όψιμο πάτερ φαμίλιας στην προσπάθειά του να… δαμάσει τον νέο του ρόλο, με τη βοήθεια της μάνας του (Βαλαντιέ), κυρίως, όμως, της αδελφής του, Μπετί (η πάλι θαυμάσια Ντος του «Μια νέα γυναίκα»), που τα πάει άψογα με τα δυο πιτσιρίκια. Μακριά από την συνήθως αγέλαστη νεορεαλιστική προσέγγιση των αδελφών Νταρντέν, ο νεαρός συμπατριώτης τους παραδίδει μια ταινία που κατεβαίνει αβίαστα κι ευχάριστα, καταγράφοντας, χωρίς να κρίνει ή να κηρύσσει, όλα εκείνα που λίγο-πολύ όλοι καλά γνωρίζουμε.

γράφει η Τατιάνα Καποδίστρια