Έχουμε την τάση να υποθέτουμε ότι αν μαθαίνουμε κάτι εύκολα, το μαθαίνουμε και καλά.
Ειδικότερα στο σχολείο, οι εκπαιδευτικοί μένουν ικανοποιημένοι όταν τα παιδιά κατανοούν γρήγορα μια έννοια ή μια δεξιότητα και το ίδιο νιώθουν φυσικά και τα ίδια τα παιδιά. Το ζήτημα όμως είναι ότι, όταν είναι η μάθηση είναι πολύ εύκολη, στην πραγματικότητα μπορεί να μην μαθαίνουμε καθόλου.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ένας γνωστικός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια που ονομάζεται Robert Bjork, βρήκε ένα στοιχείο που άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο οι ψυχολόγοι σκέφτονται για την εκμάθηση. Στην πιο απλή μορφή του, είναι το κάτωθι: Μαθαίνουμε καλύτερα, όταν δυσκολευόμαστε να μάθουμε.
Σε μια σειρά από λεπτομερώς σχεδιασμένα πειράματα, ο Bjork έδειξε ότι όταν οι άνθρωποι μαθαίνουν κάτι γρήγορα, το μαθαίνουν επιφανειακά. Δηλαδή, ότι είναι πιθανότερο να το ξεχάσουν μακροπρόθεσμα. Επίσης, φανερώθηκε ότι αυτή, η νέα πληροφορία είναι λιγότερο πιθανό να ενσωματωθεί σε αυτά που ήδη γνωρίζουν, που σημαίνει ότι η νέα γνώση είναι λιγότερο “μετακινούμενη” – δηλαδή, δεν μπορεί εύκολα να μεταφερθεί και να εφαρμοσθεί σε άλλα προβλήματα.
Σε ένα πείραμα, ζητήθηκε από δύο ομάδες μαθητών να μελετήσουν ένα απόσπασμα από ένα κείμενο, με σκοπό να το απομνημονεύσουν. Πριν το διαβάσουν, στη μία ομάδα μαθητών δόθηκε μία περίληψη που συνόψιζε τις πληροφορίες με την ίδια σειρά όπως το κείμενο, ενώ στην άλλη ομάδα δόθηκε μία περίληψη που έβαζε τις ίδιες πληροφορίες με διαφορετική σειρά.
Οι συμμετέχοντες στην πρώτη ομάδα έδειξαν ότι έμαθαν το κείμενο καλύτερα – παρουσίασαν υψηλότερο σκορ στα τεστ ανάκλησης. Αλλά όταν στις δύο ομάδες δόθηκαν προβλήματα δημιουργικής φύσης που σχετίζονταν με το κείμενο – ένα είδος εργασιών που απαιτεί μια βαθύτερη κατανόηση του περιεχομένου του – η δεύτερη ομάδα είχε την υψηλότερη βαθμολογία.
Η επιπλέον δυσκολία που αντιμετώπισε η δεύτερη ομάδα στην κατανόηση του κειμένου, το κατέστησε πιο δύσκολο στο να ανακληθεί, αλλά αυξήθηκε η κατανόησή της στο νόημά του. Αυτό σήμαινε ότι ήταν καλύτερα εξοπλισμένοι για να μεταδώσουν τις γνώσεις τους στα δημιουργικά προβλήματα.
Παρόμοια ευρήματα αφθονούν: Ψυχολόγοι στο Πρίνστον και το Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα διαπίστωσαν ότι οι μαθητές θυμήθηκαν ότι, διάβαζαν καλύτερα όταν το υλικό ήταν τυπωμένο σε περίεργη και δύσκολη για ανάγνωση γραμματοσειρά.
Και επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ έδωσαν σε ανθρώπους να λύσουν πάζλ-αναγραμματισμούς, ενώ τους εμπόδιζαν να συγκεντρωθούν, διαβάζοντας τους ταυτόχρονα μια σειρά τυχαίων αριθμών.
Σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου που πραγματοποιούσε την ίδια εργασία, χωρίς κάτι να της αποσπά την προσοχή, αυτοί οι συμμετέχοντες εμφάνισαν μεγαλύτερη γνωστική ευελιξία, δηλαδή ήταν πιθανότερο να κάνουν διάφορες συσχετίσεις και ασυνήθιστες συνδέσεις.
Οι ερευνητές βρήκαν επίσης ότι, όταν οι άνθρωποι αναγκάζονται να αντιμετωπίσουν απροσδόκητα εμπόδια, αντιδρούν, αυξάνοντας το “αντιληπτικό πεδίο” τους – κάνοντας δηλαδή ένα ψυχικό βήμα πίσω για να δουν την ευρύτερη εικόνα.
Στην πραγματική ζωή, αυτό συμβαίνει όταν πηγαίνοντας στη δουλειά, εμποδίζεστε από διάφορα έργα που κάνουν στους δρόμους, οπότε αναγκάζεστε να χαρτογραφήσετε πνευματικά όλη την πόλη για να φτάσετε στον προορισμό σας.
Ο Bjork επινόησε τη φράση “επιθυμητές δυσκολίες” για να περιγράψει την διαισθητική αντίληψη, ότι μαθαίνουμε καλύτερα όταν η μάθηση είναι δύσκολη. Το έργο του επηρέασε τον τρόπο σκέψης σχετικά με την εκπαίδευση.
Συνιστά, για παράδειγμα, οι διδασκαλίες να έχουν χρονική απόσταση μεταξύ τους, ώστε οι μαθητές να καταβάλουν μεγαλύτερη προσπάθεια να θυμηθούν ό,τι έμαθαν την προηγούμενη φορά.
Η δυσκολία είναι επιθυμητή επειδή αναγκάζει τον εγκέφαλό μας να εργαστεί σκληρότερα στην κωδικοποίηση και ενσωμάτωση των πληροφοριών που έρχονται σε εμάς.
Μας κάνει να σκεφτούμε, για να το θέσουμε απλά, και όσο πιο δύσκολο είναι να ανακαλέσουμε τις πληροφορίες, τόσο πιο καλά θυμόμαστε. Το ίδιο ισχύει σε ό,τι θέλουμε να κάνουμε, για να γίνουμε καλύτεροι.
Οι δεξιότητες, με άλλα λόγια, προέρχονται από τα ζόρια.
Πηγή: nymag.com – psychologynow.gr