Απρόβλεπτες και πιθανώς μοιραίες επιπτώσεις μπορεί να έχει ο σακχαρώδης διαβήτης στο ουροποιητικό σύστημα.
Η συνύπαρξη της νόσου, μάλιστα, με άλλα νοσήματα, όπως υπέρταση και λιπιδικές ανωμαλίες (οι οποίες συνθέτουν το μεταβολικό σύνδρομο), μπορεί να προκαλέσει, στυτική δυσλειτουργία, υπογοναδισμό, δυσκολίες ούρησης, ουρολοιμώξεις, κ.ά. Δεδομένης, λοιπόν, της συνεχούς αύξησης που παρουσιάζουν παγκοσμίως τα ποσοστά των διαβητικών, είναι επιβεβλημένη η αναζήτηση στρατηγικών για τη μείωσή τους.
«Σύμφωνα με αμερικανικές προβλέψεις, τα ποσοστά του σακχαρώδη διαβήτη θα αγγίξουν το 32,8% στους άνδρες και το 35,8% στις γυναίκες που γεννήθηκαν μετά το 2000. Η αύξηση αυτή αφορά κυρίως τα ποσοστά του διαβήτη τύπου 2, για τον οποίο ευθύνεται ως επί το πλείστον η παχυσαρκία. Δυστυχώς, ο διαβήτης συσχετίζεται με την έναρξη αλλά και αυξημένη σοβαρότητα ουρολογικών συμπτωμάτων, τα οποία μπορεί να αποτελούν και ένδειξη της νόσου. Μια σοβαρή και συχνή επίπτωση είναι η διαβητική νεφροπάθεια, με το 20-30% των ασθενών με διαβήτη τύπου 1 και 2 να επηρεάζονται. Μερικοί δε ασθενείς ενδέχεται να εμφανίσουν νεφρική ανεπάρκεια που σε τελικό στάδιο απαιτεί μεταμόσχευση νεφρού», μας εξηγεί ο εξειδικευθείς στη Λαπαροσκοπική και Ρομποτική Χειρουργική, Χειρουργός Ουρολόγος Δρ. Μάρκος Καραβιτάκης, MD, MSc, DIC (Imperial College), PhD, FEBU, Αs. Member European Association of Urology Guidelines Office.
Πιο συγκεκριμένα, πάνω από το 50% των διαβητικών παρουσιάζει δυσλειτουργία της ουροδόχου κύστης. Η μειωμένη αισθητικότητα της κύστης, η κακή συστολή και ο αυξημένος όγκος των υπολειμματικών (εναπομεινάντων) μετά την ούρηση ούρων είναι γνωστά ως διαβητική κυστεοπάθεια, μια πάθηση που τα ποσοστά της αυξάνονται με τη διάρκεια του διαβήτη. Οι λοιμώξεις είναι η συνηθέστερη επιπλοκή. Με την προοδευτική επιδείνωση της κατάστασης, η παρατεταμένη κατακράτηση μπορεί να οδηγήσει σε κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση και υδροουρητηρονέφρωση. Μπορεί, επίσης, να αναπτυχθεί πυελονεφρίτιδα, νεφρολιθίαση ή και ουροσήψη. Τέλος, όταν έχει προκληθεί βλάβη στα νεφρά λόγω διαβητικής σπειραματοσκλήρυνσης, μπορεί να αναπτυχθεί ουραιμία.
Η ακράτεια ούρων είναι μια ενοχλητική επιπλοκή του σακχαρώδη διαβήτη, ιδιαίτερα στις γυναίκες, οι οποίες αντιμετωπίζουν, κατ’ εκτίμηση, 30-100% μεγαλύτερο κίνδυνο. Υπάρχουν αποδείξεις ότι οι παρεμβάσεις για την καθυστέρηση της εμφάνισης διαβήτη μπορούν να αποτρέψουν την ακράτεια ούρων. Η απώλεια βάρους για τους παχύσαρκους ασθενείς αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο μέρος αυτού του προστατευτικού αποτελέσματος. Ακόμα και η κατά 5-10% μείωσή του αρκεί, σύμφωνα με τους ειδικούς.
Επίσης, στις γυναίκες ο διαβήτης αυξάνει τον κίνδυνο συμπτωματικών και ασυμπτωματικών λοιμώξεων του ουροποιητικού. Όταν βρίσκονται, μάλιστα, στην εμμηνόπαυση ο κίνδυνος εμφάνισης συμπτωματικής λοίμωξης διπλασιάζεται. Ο κίνδυνος αυξάνεται ακόμη περισσότερο, κατά τρεις έως τέσσερις φορές, σε εκείνες που λαμβάνουν από του στόματος υπογλυκαιμικά ή τους χορηγείται ινσουλίνη, γεγονός που υποδεικνύει πιθανή σχέση μεταξύ της αυξημένης επίπτωσης και της σοβαρότητας του διαβήτη. «Οι γυναίκες με διαβήτη τύπου 1 διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξουν πυελονεφρίτιδα και εξ αυτού εξασθένιση της νεφρικής λειτουργίας», τονίζει ο Δρ. Καραβιτάκης
Υψηλός είναι και ο επιπολασμός της συμπτωματολογίας του κατώτερου ουροποιητικού στους διαβητικούς άνδρες, που φαίνεται να αυξάνεται με την ηλικία. Μελέτη έχει δείξει ότι ο διαβήτης αυξάνει το μέγεθος του προστάτη. Συγκεκριμένα, η υπερινσουλιναιμία δευτερογενώς από αντίσταση στην ινσουλίνη μπορεί να είναι ένας μελλοντικός παράγοντας κινδύνου για ανάπτυξη καλοήθους υπερπλασίας.
Η σεξουαλική δυσλειτουργία των ανδρών αποτελεί ακόμα ένα πρόβλημα για σημαντικό αριθμό ατόμων με διαβήτη. Οι ταυτόχρονοι παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνουν την παχυσαρκία, την υπέρταση, τις λιπιδαιμικές διαταραχές, τις στεφανιαίες καρδιακές παθήσεις και το κάπνισμα, δηλ. πολλά από τα χαρακτηριστικά του μεταβολικού συνδρόμου. Οι εκτιμήσεις της επικράτησης της στυτικής δυσλειτουργίας στους διαβητικούς είναι 20-71%. Σε μία μελέτη, ο επιπολασμός της στυτικής δυσλειτουργίας αυξήθηκε σταθερά από 6% στους άνδρες ηλικίας 20-24 ετών, στο 52% σε άτομα ηλικίας 55-59 ετών και κορυφώθηκε σε 55-95% στους άνδρες ηλικίας άνω των 60 ετών. Μια άλλη μελέτη έδειξε ότι πιο επιρρεπείς είναι οι διαβητικοί που καπνίζουν. Η στυτική δυσλειτουργία αναγνωρίζεται και ως σύμπτωμα αδιάγνωστης διαβητοπάθειας.
Όπως επισημαίνει ο Δρ. Καραβιτάκης, οι άνδρες με διαβήτη έχουν επίσης υψηλή συχνότητα εμφάνισης υπογοναδισμού και πιστεύεται ότι μπορεί να είναι μια ακόμα συνιστώσα του μεταβολικού συνδρόμου. Επιπλέον, ο υπογοναδισμός (δηλαδή η ανεπαρκής παραγωγή τεστοστερόνης) μπορεί να προβλέψει την επακόλουθη εμφάνιση διαβήτη και του μεταβολικού συνδρόμου στους μεσήλικες άνδρες. Μελετητές ισχυρίζονται ότι εκτός από πρώιμος δείκτης μεταβολικού συνδρόμου ή εμφανούς διαβήτη, ο υπογοναδισμός μπορεί να εμπλέκεται και στην παθογένεση αυτών των ασθενειών. Έχει δειχθεί ότι η θεραπεία με τεστοστερόνη μπορεί να βελτιώσει την ευαισθησία στην ινσουλινοθεραπεία σε υπογοναδικούς, υπέρβαρους άνδρες. Μπορεί όχι μόνο να θεραπεύσει τον υπογοναδισμό, αλλά και να επιβραδύνει ή να σταματήσει την εξέλιξη του μεταβολικού συνδρόμου. Μπορεί, επίσης, να αποτρέψει τις ουρολογικές επιπλοκές που συνήθως συσχετίζονται με τέτοιες χρόνιες παθήσεις, συμπεριλαμβανομένης της στυτικής δυσλειτουργίας και της δυσκολίας ούρησης.
Τέλος, ο διαβήτης είναι η κύρια αιτία νεφρικής ανεπάρκειας τελικού σταδίου. Η έκβαση των ασθενών με την πάθηση είναι φτωχή, με την 5ετή επιβίωση να κυμαίνεται στο 20%. Αυτή η αυξημένη θνησιμότητα οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε συνυπάρχουσα καρδιαγγειακή νόσο. Επί του παρόντος, υπάρχουν τρεις κύριες διαθέσιμες θεραπείες νεφρικής αντικατάστασης, δηλαδή η αιμοκάθαρση, η περιτοναϊκή κάθαρση ή η μεταμόσχευση νεφρού.
«Η υποβολή των διαβητικών ασθενών σε χειρουργική επέμβαση προκειμένου να ιαθεί η οποιαδήποτε ουρολογική ή μη νόσος αποτελεί μια πρόκληση. Για την ασφάλειά τους και για καλύτερα αποτελέσματα είναι σημαντικό να βελτιστοποιηθεί ο γλυκαιμικός έλεγχος, με στόχο η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη να μην ξεπερνά το 7%, αφού αρκετές μελέτες έχουν δείξει ότι ο κακός περιεγχειρητικός έλεγχος της γλυκόζης σχετίζεται με δυσμενείς μετεγχειρητικές εκβάσεις. Επιπλέον, ο κακός μεταβολικός έλεγχος εμποδίζει γενικά την επούλωση πληγών. Αρκετές μελέτες έδειξαν ότι το συνολικό ποσοστό λοιμώξεων από τραύμα μπορεί να είναι περίπου 10 φορές μεγαλύτερο σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη, συγκριτικά με εκείνους που δεν υποφέρουν από αυτή τη νόσο. Συνεπώς, είναι απαραίτητη η στενή επαφή με την ενδοκρινική ομάδα, τόσο πριν και κατά τη διάρκεια της επέμβασης όσο και μετά απ’ αυτήν», καταλήγει ο Δρ. Μάρκος Καραβιτάκης.