«Μαμά, μπαμπά, εσείς πρέπει να με εμπιστεύεστε! Γιατί, αν δε με εμπιστεύεστε εσείς, όταν μεγαλώσω, δε θα μ’ εμπιστεύεται κανείς»…
γράφει η Αγγελική Μπολουδάκη, Κοινωνική Λειτουργός
Ένα παιδί αγαπά τον εαυτό του, μόνο όταν οι γονείς του το αγαπήσουν ανεμπόδιστα. Η αυτοεκτίμηση του ενισχύεται από την αγάπη των γονιών του, η οποία είναι συνεχής και σταθερή, προσφέρεται χωρίς όρους και απευθύνεται σε αυτό που είναι, με το φύλο που έχει, τα χαρακτηριστικά του που το ξεχωρίζουν από τους άλλους, τις ικανότητες αλλά και τις αδυναμίες του. Αποδέχεται την αξία του, όταν τα συναισθήματά του κατανοούνται, όταν οι παρορμήσεις του οριοθετούνται, όταν έχει την προτεραιότητα στην καρδιά τους, όταν προστατεύεται αποφασιστικά από τους κινδύνους, όταν νιώθει περήφανο για εκείνους. Νιώθει πως έχει ξεχωριστή θέση στη ζωή τους, πως αξίζει για εκείνους, οπότε αισθάνεται σημαντικός κι η ύπαρξή του αποκτά υπόσταση, η ζωή του νόημα.
Ένα παιδί χρειάζεται να είναι βέβαιο πως οι γονείς του το ήθελαν στη ζωή τους. Ενώνεται με τον εαυτό του, την ψυχή και το σώμα του, όταν συναντά ολάκερο τον εαυτό του στην επιθυμία τους για εκείνον. Το θερμό τους κράτημα διαπερνά την ψυχή και το σώμα του, γίνεται ερωτική φόρτιση που εξελίσσεται σε λαχτάρα για ζωή. Αν αγαπιέται και παράλληλα επιθυμείται, οι συναισθηματικές του ανάγκες για ασφάλεια εκπληρώνονται, ο συναισθηματικός δεσμός επιτυγχάνεται, οπότε μπορεί να ασχοληθεί με εμπιστοσύνη με την δική του επιθυμία. Συνδέεται με τη ζωή και οργανώνει τα ταξίδια του, ελεύθερος από εξαρτήσεις που θα μπορούσαν να τον κάνουν να επιστρέφει για να εκπληρωθούν οι παιδικές του άλυτες ανάγκες. Δημιουργεί όνειρα που δεν είναι ψευδαισθήσεις, γιατί ένας δυνατός κρίκος τον ενώνει με την πραγματικότητα.
Εστιάζεται σε αυτό που είναι και το καλλιεργεί, συγκεντρώνεται σε αυτό που κάνει, χωρίς να αποσπάται από συναισθηματικά διλήμματα, αποδέχεται τις αδυναμίες του, οι οποίες δεν αποτελούν πλήγμα για την αξία του. Είναι βέβαιος για τη πολύτιμη θέση που έχει στην καρδιά τους, αισθάνεται πληρότητα και κάθε έλλειψη δεν πλήττει την αξία του, γιατί ο ίδιος δεν νιώθει έλλειμμα αγάπης και επιθυμίας.
Αν οι δυσκολίες των γονιών του δεν τους επιτρέψουν να δεσμευτούν μαζί του, δεν μπορεί να ενωθεί με τον εαυτό του, δεν μπορεί να δεσμευτεί με τους άλλους και οι διψασμένες του ανάγκες τον στρέφουν στα αποκτήματά του, εξαρτάται από τα υλικά αγαθά του, ανήμπορος να τα αποχωριστεί. Δεν τον ενώνουν δυνατά νήματα επιθυμίας με τη ζωή του, οπότε για να μη βρεθεί στο κενό, απλώνει τα δίχτυα του στα αντικείμενά του, προσπαθώντας να κρατηθεί από κάπου, κάνοντας κινήσεις που τον αφήνουν συναισθηματικά μετέωρο.
Αν δεν επιθυμηθεί βαθιά για αυτό που είναι, τον περιμένει ένα αυτιστικό κέλυφος, στο οποίο κρύβεται, γιατί δεν έχει εικόνα επιθυμίας να τον καλοδεχτεί. Δεν την ζωγράφισε κανένας για κείνον. Νιώθει σαν ένα έργο αφηρημένης τέχνης, όπου όμως ο ζωγράφος δεν είχε τίποτα στη φαντασία του όταν το έφτιαχνε. Και έμεινε ο καμβάς μόνος, να εκφράζει μια μοναξιά που δεν κατοικήθηκε ποτέ.
Ένα παιδί χρειάζεται να επιβεβαιωθεί για το ίδιο σαν οντότητα από τους γονείς του, να θαυμαστεί για τα ταλέντα του, για να μπορέσει να τα αναγνωρίσει, να τα εκτιμήσει και για να αποκτήσουν καίρια θέση στην καρδιά του. Τους χρειάζεται για να τον επαινέσουν, να τον ενθαρρύνουν, να γίνουν ο καθρέφτης του, που θα αντανακλά τον ίδιο και τα χαρίσματά του, για να αισθανθεί πως του ανήκουν, ώστε να αξιοποιήσει τις δεξιότητές του, μοιράζοντάς τις με άλλους κοινωνώντας ζωή.
Χρειάζεται ένα καθρέφτισμα, όπου οι γονείς θα έχουν έρθει σε επαφή με τη δική τους αλήθεια, για να μπορούν να υποστηρίξουν δουν σε εκείνον την αλήθεια του και να μην κάνουν το λάθος να δουν στο παιδί τους εκείνο που θα ήθελαν να είναι οι ίδιοι. Χρειάζεται το βλέμμα επιδοκιμασίας των γονιών του, παραμερίζοντας τους φόβους τους για τα δικά τους ανεκπλήρωτα ή ματαιωμένα όνειρα, επιτρέποντας του να έχει τα δικά του όνειρα, τα οποία δεν αποτελούν απειλή για κείνους.
Αν επιβεβαιωθεί, μπορεί ελεύθερος να πραγματώσει τα όνειρά του, γιατί τα νιώθει ως δικά του και ότι είναι θετικά για τον ίδιο και για τους άλλους. Αν έχει το ενθαρρυντικό τους βλέμμα για τις προσπάθειες που καταβάλλει, αυτό που θα τον ενδιαφέρει θα είναι το ενδιαφέρον για το στόχο του, ενώ η νίκη δε θα γίνεται αυτοσκοπός για εκείνον, γιατί δε θα γυρεύει την επιβεβαίωση μέσα από αυτήν, αλλά θα αντλεί χαρά από τη δημιουργικότητά του. Αν η έκβαση είναι αρνητική, δεν θα το εκλαμβάνει ως αποτυχία, γιατί δεν θα συγχέει την αξία του με αυτήν, αλλά θα αξιοποιεί τα μαθήματα που του χαρίζει. Θα εκτιμά την παρουσία του σε ό,τι κι αν κάνει, θα δεσμεύεται μαζί του και θα αποκομίζει τα συναισθηματικά οφέλη κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του σε αυτό.
Εάν όμως νιώσει ότι οι ικανότητες του μένουν απαρατήρητες, δεν μπορεί να εστιαστεί σε αυτές, γιατί χάνουν το ενδιαφέρον τους για τον ίδιο. Στη συνέχεια της ζωής του, χαμένος στις διαδρομές του, θα ψάχνει στα τυφλά να συναντήσει ένα βλέμμα να τις αναγνωρίσει, για να κερδίσει τη χαμένη επιβεβαίωση. Θα επιζητά τη συνεχή αναζήτηση καθρεφτισμάτων από τους άλλους, επειδή δεν θα αισθάνεται αρκετά σίγουρος για τον εαυτό του, οπότε θα καταφεύγει σε ματαιότητες όταν μεγαλώσει, με κίνδυνο να τον παγιδεύσουν σε δικούς τους αλλότριους καθρέφτες.
Οι ενήλικες, που αναζητούν απεγνωσμένα καθρέφτες στους άλλους, είναι εκείνοι που ως παιδιά δε θαυμάστηκαν για κάθε μόριο του ψυχισμού τους. Ο Νάρκισσος προσπαθούσε να διακρίνει τον εαυτό του στο καθρέφτισμα της λίμνης, γιατί ως παιδί δεν είχε το βλέμμα κάποιου για να του πει ότι είχε αξία για εκείνον. Απέμεινε μόνος με την αντανάκλαση του να ζητά απεγνωσμένα μια αντανάκλαση στο βλέμμα των άλλων για να επιβεβαιωθεί. Ένιωθε άδειος και προσπαθούσε να μορφοποιήσει τον εαυτό του μέσα από εκείνους. Και αυτό το βλέμμα, που δεν μπορούσε να εστιαστεί σε εκείνον αλλά στις ανάγκες τους από εκείνον, τον απορρόφησε τόσο που χάθηκε σε αυτό.
Αν δεν επιβεβαιωθεί για τις προσπάθειες του, θα εξαρτάται από το αποτέλεσμα για να δικαιωθεί ως ύπαρξη. Αν αποτύχει σε κάτι, θα αισθάνεται ο ίδιος αποτυχημένος και είτε θα θλίβεται είτε θα επιρρίπτει σε άλλους την ευθύνη. Θα γίνεται ένας πρωταθλητής, όπου εκείνο που θα τον ενδιαφέρει θα είναι να κάνει ολοένα και μεγαλύτερα ρεκόρ με κάθε τίμημα, γιατί θα συνδέει την αξία του με τη νίκη. Θα χρησιμοποιεί κάθε μέσον για να πετύχει ένα καλύτερο αποτέλεσμα, προκειμένου να αποκτήσει την επιβεβαίωση που επιζητά για να αναγνωριστεί.
Θα επιδίδεται σε ένα άκρατο ανταγωνισμό, στη σκέψη πως η αξία του είναι τόσο εύθραυστη, που, αν η επιβεβαίωση δοθεί στους άλλους, εκείνος θα εκμηδενιστεί. Θα καταβάλλει υπεράνθρωπες προσπάθειες για να ευχαριστήσει εκείνους που τον επιβεβαιώνουν, και τελικά θα τους χαρίζει το έπαθλο, γιατί δεν αισθάνεται πως το αξίζει. Θα πορεύεται άδειος, χωρίς να μπορεί να αισθανθεί αυτήν την πληρότητα, που νιώθει κάποιος όταν αγαπιέται για αυτό που είναι και όχι για αυτά που έχει ή για αυτά που κατακτά.
Ένα παιδί χρειάζεται να νιώσει ότι είναι αποδεκτό για τους γονείς του, πως το δέχονται και το αγαπούν βαθιά για αυτό που είναι ως οντότητα. Αισθάνεται αποδεκτός όταν τον αγαπούν χωρίς όρους, χωρίς δηλαδή να έχουν προσδοκίες από εκείνον. Η αποδοχή τους παραμένει όταν επιτυγχάνει αλλά και όταν αποτυγχάνει, όταν προχωράει στη ζωή του αλλά και όταν είναι στάσιμος, όταν εκφράζει την αγάπη του αλλά και όταν ξεχειλίζει το χείμαρρο των αρνητικών του συναισθημάτων προς εκείνους. Αν οι γονείς του έχουν ικανοποιήσει τις προσδοκίες τους και έχουν συμφιλιωθεί με αυτά που δεν μπόρεσαν να κάνουν, τότε είναι εύκολο να εστιαστούν στο παιδί τους και να αγαπήσουν το παιδί τους και όχι τις προσδοκίες τους από εκείνο.
Αν αισθάνεται αποδεκτό στην καρδιά τους, μαθαίνει να εμπιστεύεται την αυθεντικότητά του, να την υποστηρίζει και να την διεκδικεί στις επιλογές του. Μπορεί εύκολα να τους ακούσει, όταν βάζουν όρια στη συμπεριφορά του, γιατί νιώθει πως το κάνουν για να τον προστατέψουν και όχι για να ικανοποιηθούν εκείνοι.
Όταν η εκτίμησή τους σε εκείνο παραμένει σταθερή και δεν αλλάζει ακόμα κι αν κάνει λάθη, νιώθει πως αξίζει και η αυτοεκτίμησή του εδραιώνεται, η αξία του απλώνεται σε όλο το ψυχικό του σύστημα. Αναγνωρίζει εύκολα αυτό που ο ίδιος επιθυμεί και απλά το διεκδικεί. Χωρίς να θυμώνει για αυτό. Χωρίς να επιτίθεται στα όνειρα του και να τα ακυρώνει. Χωρίς να απομακρύνεται έντρομος από ανθρώπους που τον εκτιμούν, επειδή θα αισθάνεται ανοίκεια με αυτό. Χωρίς να κάνει αλλότριους συμβιβασμούς για να κερδίσει επιβεβαίωση, την οποία θα την μπερδεύει με την αποδοχή.
Δεν θα φοβάται μήπως χάσει τους ανθρώπους του, εάν διεκδικήσει αυτό που θέλει, γιατί θα νιώθει σίγουρος για τον εαυτό του και για τη θέση που πρέπει να έχουν δίπλα του οι άνθρωποι που τον αγαπούν. Ενώ θα εκτιμά την προσφορά και θα νιώθει ευγνωμοσύνη για αυτήν, δε θα προσφέρει τα πάντα σαν αντάλλαγμα όταν οι επιθυμίες του ικανοποιούνται, γιατί θα αναγνωρίζει την αξία του και θα διεκδικεί καταστάσεις αντάξιες του. Θα σχετίζεται με υγιή τρόπο με το δημιουργικό του παιδί και θα αξιοποιεί την δημιουργικότητά του, επιλέγοντας τα υλικά που θα την πλάσει και τους φιλόξενους χώρους που θα την τοποθετήσει.
Ένα παιδί για να ανθίσει χρειάζεται αγάπη. Μια αγάπη που τα πρωταρχικά της στοιχεία θα είναι η βαθιά τους επιθυμία για εκείνο, η ουσιαστική αποδοχή τους για το σύνολο της ύπαρξής του, η επιβεβαίωση τους για τους σπόρους που καλλιεργούνται στην ψυχή του…
Η Αγγελική Μπολουδάκη είναι ιδιώτης Κοινωνική Λειτουργός, τέως στέλεχος του Κέντρου πρόληψης της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών Ν. Χανίων και τέως Εκπαιδευτικός Α.Τ.Ε.Ι. Είναι συγγραφέας του βιβλίου Μαμά, μπαμπά, δε με κοιτάξατε και χάθηκα, Εκδόσεις Αραξοβόλι.