Όταν ένα παιδί έρχεται στον κόσμο, ένα από τα πρώτα συναισθήματα που αναφέρουν οι γονείς του μαζί με την χαρά, την συγκίνηση και την τρυφερότητα για αυτό το καινούργιο «δικό τους» πλάσμα, είναι η τεράστια αίσθηση ευθύνης που νιώθουν απέναντι σ΄αυτό που μοιάζει τόσο μικρό, ευαίσθητο και αβοήθητο.
γράφει η Λουίζα Βογιατζή,
Τα συναισθήματα αυτά είναι αναμενόμενα, φυσιολογικά και απαραίτητα. Οι γονείς πρέπει να νιώσουν έτσι για να καταφέρουν παρά τις αντίξοες συνθήκες, τη σωματική κόπωση, τον εκνευρισμό, την τεράστια αλλαγή στη ζωή τους, να ανταπεξέλθουν σ’ αυτό τον απαιτητικό ρόλο και να δώσουν στο παιδί όση φροντίδα χρειάζεται… και χρειάζεται πολλή.
Ως εδώ καλά, αυτό είναι το ας πούμε ενστικτώδες μέρος της ευθύνης για το παιδί, που υπάρχει για να μας ωθήσει στο να δημιουργήσουμε μια σχέση μ΄αυτό τον άγνωστο μικρό εξωγήινο που εισβάλλει στη ζωή μας.
Το συναίσθημα της ευθύνης όμως και οι ανησυχίες και οι φόβοι που το συνοδεύουν μπορεί να πάει παραπέρα, φτάνει -στη σχεδόν παθολογική πια μορφή της- στο σημείο μητέρες νεογέννητων να φοβούνται να πάρουν αγκαλιά το μωρό τους γιατί τους φαίνεται πολύ εύθραυστο!
Και φυσικά κάθε σοβαρός παιδίατρος θα προσπαθήσει να διώξει ή να απαλύνει αυτούς τους φόβους επιβεβαιώνοντας ότι ακόμη και το φαινομενικά τόσο εύθραυστο νεογέννητο δεν είναι καθόλου εύθραυστο, δεν παθαίνει τίποτε αν το πιάσει λίγο λάθος η μαμά του ή ο μπαμπάς του ενώ μπορεί να του κάνουν πολύ μεγαλύτερο κακό αν λόγω φόβου δεν το πιάνουν!
Οι φόβοι των γονιών σχετικά με τα παιδιά τους δεν είναι όμως πάντα τόσο προφανείς ούτε είναι τόσο εύκολο να αποδείξει κάποιος ότι είναι υπερβολικοί, αδικαιολόγητοι ή παράλογοι. Αντίθετα θεωρούνται απολύτως φυσιολογικοί και αναμενόμενοι και μοιάζει κάπως σαν τρέλα ή αναισθησία το να μην ανησυχεί κανείς διαρκώς για τα παιδιά του. Οι φόβοι για τα παιδιά είναι κάτι που ενώνει τους γονείς και πολύ συχνά όταν βρίσκονται μεταξύ τους είναι το νούμερο ένα θέμα συζήτησης.
Και βέβαια υπάρχουν φόβοι κοινοί αλλά παρόλα αυτά αν αφουγκραστεί κανείς λίγο καλύτερα θα παρατηρήσει ότι ο κάθε γονιός έχει τα δικά του προσωπικά συμπλέγματα φόβων για τα παιδιά του.
Βασικά θέματα γύρω απ’ τα οποία περιστρέφονται άπειροι γονεικοί φόβοι είναι η σωματική ακεραιότητα και η υγεία των παιδιών, η συναισθηματική τους ευημερία, η ηθική τους ακεραιότητα, η διανοητική πρόοδος τους κι ακόμα αυτό που κάπως αόριστα ονομάζεται «το μέλλον τους».
Οι γονείς φοβούνται να μην πέσουν τα παιδιά τους και χτυπήσουν, να μην αρρωστήσουν, να μην πεταχτούν στο δρόμο και τα πατήσει αυτοκίνητο, να μην τα πειράξει κανείς, να μην πονέσουν, να μην στενοχωρηθούν, να μην τρομάξουν, να μην απογοητευθούν, να μην τα κοροιδέψει κανείς, να μην τα προσβάλλουν, να μην μάθουν άσχημους τρόπους, να μην γίνουν αυθάδη, να μην μπλέξουν με κακές παρέες, να μην πάρουν κακούς βαθμούς, να μην τεμπελιάζουν στο σχολείο, να μην γράψουν άσχημα στις εξετάσεις, να μην επιλέξουν λάθος σταδιοδρομία, να μην δυσκολεύονται να βρουν δουλειά, να μην αποτύχουν στη ζωή τους…
Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι όλα αυτά τα φοβούνται γιατί αγαπούν τα παιδιά τους και τα νοιάζονται. Μόνο κάποιος που αδιαφορεί για το παιδί του δεν καρδιοχτυπάει όταν το βλέπει να πρωτοανεβαίνει στο ποδήλατο και τρώει τούμπες τη μια μετά την άλλη ή κάνει τις πρώτες βόλτες μόνο του και αργεί να γυρίσει.
Οι φόβοι και οι ανησυχίες των γονιών και τα μέτρα που παίρνουν, τα όρια που βάζουν ορμώμενοι από την φροντίδα για την κάθε είδους ασφάλεια των παιδιών τους είναι καταρχήν.
Απαραίτητα συστατικά για την οικοδόμηση ενός εσωτερικού συστήματος ασφάλειας των παιδιών.
Όταν φροντίζουμε να μην κρυώσει, πεινάσει, πονέσει ένα μωρό, όταν προφυλάσσουμε και προειδοποιούμε ένα μεγαλύτερο παιδί για τυχόν κινδύνους, πέρα από την ουσιαστική προστασία που τους παρέχουμε από ο,τιδήποτε απρόβλεπτο, ανεπιθύμητο, επιζήμιο γι’ αυτά, αυτό που επίσης κάνουμε είναι ότι τους δίνουμε την αίσθηση ότι η ύπαρξη τους είναι για μας τόσο αγαπητή και πολύτιμη που θέλουμε να τα προφυλάξουμε. Αυτό αποτελεί βασική προυπόθεση για να νιώσει ένα παιδί και μέσα του ασφαλές και να αρχίσει να φροντίζει και το ίδιο για την ασφάλεια του. Ξέρουμε ότι τα παιδιά έχουν ανάγκη να νιώσουν ασφάλεια.
Τι γίνεται όμως όταν οι γονείς προσφέρουν πολύ περισσότερη ασφάλεια από όση είναι απαραίτητη;
Η Ιουλία, μητέρα μιας δωδεκάχρονης τώρα κόρης εξομολογείται τους φόβους της: «Η κόρη μας πήγε στο βρεφονηπιακό σταθμό πριν γίνει δύο και μέχρι το απόγευμα την κρατούσε μια κυρία, επειδή δουλεύαμε και οι δύο πολύ. Εγώ όμως υπέφερα. Όσο πιο απαρηγόρητα έκλαιγε όταν φεύγαμε και μεγάλωναν οι ενοχές μου τόσο πιο ανατριχιαστικά σενάρια έφτιαχνα στο μυαλό μου για το τι μπορούσε να της συμβεί. Αν έπαιρνα τηλέφωνο στο σπίτι και δεν απαντούσαν αμέσως σκεφτόμουν ότι κάτι φοβερό έχει συμβεί, είχα διώξει τρεις γυναίκες με τις οποίες το παιδί είχε θαυμάσια σχέση γιατί θεωρούσα ότι δεν την προσέχουν αρκετά, αν μου έλεγαν στον παιδικό σταθμό ότι δεν ήθελε μια μέρα να φαει ή να παίξει ήμουν σίγουρη ότι κάποιος της είχε κάνει κάτι, ότι ήταν δυστυχισμένη.
Σας τα λεω όλα αυτά γιατί κάποια στιγμή το παιδί άρχισε να έχει εφιάλτες, να κλείνεται στον εαυτό του και πήγαμε σε μία παιδοψυχολόγο.
Με την κουβέντα μαζί της άρχισα να καταλαβαίνω πόσο παρανοικό ήταν όλο αυτό το «δίχτυ ασφαλείας» που προσπαθούσα να δημιουργήσω γύρω απ’ το παιδί και πόσο πολύ αυτό ήταν αποτέλεσμα δικών μου ενοχών, του φόβου μου να μην είμαι ανεπαρκής γονιός, δικών μου συναισθηματικών φόβων και ελάχιστα είχαν να κάνουν με πραγματικούς κινδύνους που διέτρεχε το παιδί. Όταν μπόρεσα σιγά-σιγά να τους περιορίσω και να περιορίσω και το πόσο τους έδειχνα και έπνιγα το παιδί μου μ’ αυτούς, άρχισε πάλι να γίνεται πιο ήρεμη και πιο χαρούμενη…»
Οι φόβοι και οι ανησυχίες των γονιών περιλαμβάνουν σίγουρα ένα μέρος νιαξίματος και ευθύνης για τα παιδιά, ένα μέρος ανησυχίας για την δική τους επάρκεια σαν γονείς και ένα μέρος φόβου που είναι καθαρά δικός τους και δεν έχει καμία σχέση με την πραγματική ασφάλεια ή την ευημερία των παιδιών. Αυτά τα τρία μπλέκονται.
Και μπλέκονται γιατί πράγματι, νιώθουμε τον κόσμο μας πιο επικίνδυνο, οι πόλεις είναι αχανείς, το περιβάλλον εχθρικό και οι άνθρωποι άγνωστοι. Τα παιδιά είναι πιο πολύτιμα από ποτέ γιατί κάθε οικογένεια έχει ένα, με το ζόρι δύο παιδιά και γύρω απ’ αυτά περιστρέφονται όλοι οι φόβοι αλλά και όλες οι προσδοκίες των οικογενειών. Κι ακόμη πάνω στις ανησυχίες των γονιών στηρίζεται μια ολόκληρη «βιομηχανία ειδών» για παιδιά, από ειδικές τροφές, έπιπλα, παιχνίδια, φάρμακα, σχολεία, κινητά.
Και το κυριότερο, οι γονείς βρίσκονται πολύ περισσότερο χρόνο μακριά από τα παιδιά ενώ ταυτόχρονα έχουν γίνει πολύ πιο απαραίτητοι. Κι αυτό γιατί κανείς εκτός απ’ αυτούς δεν αισθάνεται υπεύθυνος για το παιδί τους, όπως γινόταν (ίσως και να γίνεται ακόμη) στις μεγάλες οικογένειες, στα χωριά ή τις γειτονιές όπου όλοι γνώριζαν και όλοι με τον τρόπο τους θεωρούσαν τον εαυτό τους συνυπεύθυνο για κάθε παιδί.
Πώς γίνεται όμως η φροντίδα των γονιών για την ασφάλεια των παιδιών τους να μπορεί να τα βλάψει αντί να τα ωφελήσει;
Πολλοί γονείς αντιμετωπίζουν τα παιδιά τους, επειδή βλέπουν πόσο παρορμητικά είναι, σαν πλάσματα που δεν έχουν αίσθηση του φόβου. Τα περισσότερα υγιή παιδιά φοβούνται αλλά ταυτόχρονα το κίνητρο να γνωρίσουν τον εαυτό τους και τον κόσμο είναι τόσο δυνατό που τα ωθεί να κάνουν και πράγματα που φοβούνται. Οι φόβοι των γονιών όμως δεν είναι δικοί τους και παρόλα αυτά μπορούν να μεταδοθούν στα παιδιά και να αυτοματοποιηθούν τόσο ώστε να αναστείλουν το κίνητρο αυτό.
Όταν οι γονείς φοβούνται πολύ για τα παιδιά τους εκτός από το να τα προστατεύουν συνήθως κάνουν κι άλλα: καθιστούν τους εαυτούς τους παντοδύναμους αποκλειστικούς προστάτες και εμποδίζουν τα παιδιά να μάθουν να προστατεύουν τον εαυτό τους αλλά το κυριότερο να αποκτήσουν αυτή την αίσθηση αυτοπεποίθησης και σιγουριάς που προσφέρει η εμπειρία του «κατάφερα να τα βγάλω πέρα μόνος μου με κάτι δύσκολο».
Αυτή η οικοδόμηση της εμπιστοσύνης στον εαυτό είναι τεράστιας σημασίας για την ανάπτυξη μιας υγιούς προσωπικότητας αλλά είναι πολύ δύσκολο για ένα παιδί να την αποκτήσει αν δεν του δείξουν οι γονείς την εμπιστοσύνη τους.
Ο εξαιρετικός παιδοψυχίατρος D. Winnicott έγραφε σχετικά: «Μια ακραία συνέπεια της ιδέας ότι η ασφάλεια είναι καλή θα μπορούσε να είναι ότι η φυλακή είναι ένας ευτυχισμένος τόπος για να μεγαλώσει κανείς».
Η άποψη του είναι ότι η προστασία που παρέχουν οι γονείςστα παιδιά τους θα πρέπει να αποσκοπεί στο να γίνει κάποια στιγμή περιττή.
Αυτό μπορεί να γίνει αν οι γονείς καταπολεμούν οι ίδιοι τους φόβους τους. Πώς;
- με το να ελέγχουν συνεχώς πόσο πραγματικοί είναι οι φόβοι τους
- ο καθένας από τους δύο γονείς φοβάται για άλλα πράγματα λιγότερο και για άλλα περισσότερο, και θα έπρεπε στην οικογένεια κάθε πράγμα να είναι περισσότερο αρμοδιότητα αυτού που το φοβάται λιγότερο
- με το να μην βομβαρδίζουν τα παιδιά τους με τους φόβους τους, ακόμη κι όταν τους αισθάνονται
- με το να είναι διαρκώς σε επαγρύπνηση, όχι μόνο για τους. κινδύνους αλλά κυρίως για τις καινούργιες ικανότητες που αποκτά μέρα με τη μέρα το παιδί τους και να του δίνουν την ευκαιρία να τις νιώσει και να τις αναπτύξει περισσότερο
- με το να παρέχουν στα παιδιά τους ταυτόχρονα με την προστασία και την γνώση για να αντιμετωπίζει μόνο του τους κινδύνους και τις δυσκολίες
- με το να ασκούν τον εαυτό τους καθημερινά στο να αντέχει κάτι που καθιστά τα παιδιά πιο υπεύθυνα για τον εαυτό τους.
Για να επανέλθουμε ξανά στον Winnicott: “…οι καλές συνθήκες στα πρώιμα στάδια οδηγούν σε μια αίσθηση ασφάλειας και όταν ο αυτοέλεγχος γίνει γεγονός, τότε η ασφάλεια που επιβάλλεται αποτελεί προσβολή”.
Λουίζα Βογιατζή |Ψυχολόγος | Σύμβουλος Γάμου | Παιδοψυχολόγος