Κάθε ανθρώπινο ον έχει κίνητρα, και κάθε ανθρώπινη συμπεριφορά παρακινείται από αυτά προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες του.
Ως εκ τούτου, όταν λέμε ότι ένα παιδί δεν έχει κίνητρο για μια συγκεκριμένη δραστηριότητα, αυτό που εννοούμε είναι ότι η εν λόγω δραστηριότητα, τη δεδομένη στιγμή, με τον τρόπο που παρουσιάζεται, δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες του.
Ακούμε συχνά τους γονείς να παραπονιούνται πως το παιδί τους είναι αδιάφορο ή τεμπελιάζει για το σχολείο και τα μαθήματα. Όταν όμως τα παιδιά δείχνουν απάθεια δεν σημαίνει πως έχουν χάσει το κίνητρό τους για μάθηση – το πιθανότερο είναι πως ο τρόπος εκμάθησης του υλικού είναι αυτός που δεν τους ικανοποιεί.
Επομένως, η απάθεια δεν είναι το πρόβλημα.
Είναι το σύμπτωμα του προβλήματος το οποίο πηγάζει από τη μη συσχέτιση του υλικού με τις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα των παιδιών. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει κανένας τρόπος να παρακινήσεις τα παιδιά να κάνουν κάτι το οποίο θεωρούν μάταιο.
Αντί να ρωτάμε επομένως πώς μπορούμε να κάνουμε τα παιδιά να είναι σύμφωνα με τις προσδοκίες μας ολοκληρώνοντας τις εργασίες ή τα καθήκοντα που τους θέτουμε, θα πρέπει να αναρωτηθούμε πώς μπορούμε να τους παρέχουμε αυτά που χρειάζονται ώστε να θέλουν να μάθουν.
Για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε πως η ουσιαστική μάθηση περιλαμβάνει τόσο τη σκέψη όσο και το συναίσθημα και δεν περιορίζεται στην απόλυτη γνωστική δραστηριότητα του εγκεφάλου.
Τι είναι αυτό που κάνει τα παιδιά να επενδύουν χρόνο και προσπάθεια σε κάποια πράγματα και σε άλλα όχι;
Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, υπάρχουν τρεις παράγοντες που επηρεάζουν τα κίνητρα. Το πρώτο είναι η προσδοκία της επιτυχίας. Για να καταφέρουν τα παιδιά να αναπτύξουν την προσδοκία πως μπορούν να πετύχουν σε κάτι, πρέπει να βιώσουν έναν βαθμό πρόκλησης (όχι πολύ υψηλό ούτε πολύ χαμηλό), έτσι ώστε να είναι σίγουρα πως μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις.
Ενώ κάποιος βαθμός πρόκλησης είναι απαραίτητος για να διεγείρει τη μάθηση, τα παιδιά που βιώνουν λιγότερη πίεση στο να ανταπεξέλθουν, απολαμβάνουν περισσότερο την ολοκλήρωση των καθηκόντων τους.
Όταν τα παιδιά πιστεύουν ότι αυτό που κάνουν είναι κάτι πάρα πολύ δύσκολο, μπορεί να βιώσουν άγχος και φόβο για την αποτυχία, να έχουν ανησυχητικές σκέψεις και σωματικά συμπτώματα. Όλα αυτά, θα μειώσουν τα κίνητρά τους για να επενδύσουν ενέργεια σε αυτό που πρέπει να κάνουν, θα θέσουν σε κίνδυνο τη μάθηση και θα ενισχύσουν συμπεριφορές όπως την αναβλητικότητα και την αποφυγή.
Για να κινητοποιηθούν τα παιδιά πρέπει να αισθάνονται ικανά και πως μπορούν να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις.
Η προσδοκία της επιτυχίας όμως από μόνη της δεν είναι αρκετή για να ασχοληθούν και να συμμετέχουν τα παιδιά σε μια δραστηριότητα. Τα αναμενόμενα οφέλη από την επιτυχία, είναι εξίσου αναγκαία. Όταν τα παιδιά προβλέπουν ότι η επιτυχία θα τους ωφελήσει στην κάλυψη των προσωπικών τους αναγκών, τότε θα δώσουν ιδιαίτερη αξία στο να επιτύχουν.
Πιο συγκεκριμένα, οι προσωπικές ανάγκες που πρέπει να πληρούν τα καθήκοντα και οι δραστηριότητες μάθησης είναι:
- τις βασικές ανάγκες των παιδιών για σωματική και συναισθηματική ασφάλεια,
- τις συναισθηματικές ανάγκες για αυτοεκτίμηση, αποδοχή και αυτονομία,
- τις ανάγκες για διασκέδαση και αυτοπραγμάτωση, δηλαδή την πραγματοποίηση των πνευματικών, ψυχικών και σωματικών δυνατοτήτων του παιδιού, καθώς και την αίσθηση της πληρότητας -εσωτερική ισορροπία- που αυτή συνεπάγεται.
Αν τα παιδιά δεν μπορούν να δουν πώς μια δραστηριότητα μπορεί να ικανοποιήσει αυτές τις ανάγκες, δεν θα έχουν κίνητρο για να ασκήσουν τη δραστηριότητα.
Τέλος, το κλίμα μάθησης είναι επίσης σημαντικό για να αποκτήσουν τα παιδιά κίνητρα. Είναι βασικό για τα παιδιά να αισθάνονται πως βρίσκονται σε ένα περιβάλλον μάθησης το οποίο τα στηρίζει, τα αποδέχεται και τα ενθαρρύνει. Μόνο μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον τα παιδιά μπορούν να κινητοποιηθούν για να μάθουν περισσότερα επειδή ξέρουν ότι δεν θα ταπεινωθούν ή τιμωρηθούν για τα λάθη τους.
Τι πρέπει να θυμούνται οι γονείς και οι δάσκαλοι;
Το κίνητρο είναι αυτό που οδηγεί όλους μας στην επιτυχία. Έρευνες έχουν δείξει ότι τα παιδιά που έχουν κίνητρα τα πηγαίνουν καλύτερα στο σχολείο και αυτό όχι γιατί αισθάνονται ότι πρέπει να είναι οι καλύτεροι μαθητές, αλλά επειδή προσπαθούν για το καλύτερο.
Τα παιδιά που αναμένουν με αυτοπεποίθηση την επιτυχία και υιοθετούν ελεύθερα εκπαιδευτικές αξίες χωρίς να αναγκάζονται να το πράξουν μέσω ανταμοιβών (πχ. “Αν τελειώσεις τα μαθήματά σου θα σου πάρω το παιχνίδι που ζήτησες”) ή άλλων μορφών ελέγχου και πειθαρχίας (πχ. “Αν δεν κάνεις τα μαθήματά σου θα έχεις τιμωρία”), είναι πιο πιθανό να είναι πρόθυμα να συνεργαστούν με τα σχολικά καθήκοντα και μπορούν να προβλέψουν ότι αυτό θα τους ωφελήσει στο μέλλον.