Πατέρα, μπορείς να αντέξεις τον αποχωρισμό;

MG_5194

Αλήθεια, πόση δύναμη χρειάζεται για να φύγεις, να κλείσεις την πόρτα και να δεχθείς πως τελείωσε;

γράφει ο Γιώργος Μ.

Εδώ και λίγες μέρες δεν μπορώ να βγάλω από το μυαλό μου κάτι που έχω βιώσει και με αναστάτωσε κι έτσι αποφάσισα να το μοιραστώ μαζί σας. Την Παρασκευή, καθώς πήγαινα στη δουλειά μου, σταμάτησα στην τράπεζα για να πάρω λεφτά. Καθώς έκανα τη συναλλαγή στο ΑΤΜ, ένα αυτοκίνητο σταμάτησε πίσω από το δικό μου αυτοκίνητο. Πήρα τα λεφτά και την απόδειξή μου και κατευθυνόμενος προς το αυτοκίνητό μου, αντίκρισα μέσα στο παρκαρισμένο αυτοκίνητο έναν άντρα, γύρω στα 30, να κλαίει γοερά. Στην αρχή δίστασα, όμως στη συνέχεια αποφάσισα να τον προσεγγίσω και να τον ρωτήσω αν χρειαζόταν βοήθεια. Αρχικά σκέφτηκα πως θα αντιμετώπιζε κάποιο οικονομικό πρόβλημα, αφού σταμάτησε έξω από τράπεζα. Μιλώντας, όμως μαζί του, συνηδειτοποίησα ότι το πρόβλημα ήταν μεγαλύτερο.

Όπως μου διηγήθηκε…έπειτα από ένα καυγά με τη σύζυγό του, αυτή τον έδιωξε από το σπίτι. Μιλούσε σε έναν άγνωστο (εμένα) σαν να ήθελε να τα διηγηθεί στη γυναίκα του.

«Φύγε, φύγε όμως» Έτσι μου είπες. Και συνέχισες…«σου έδωσα πολλή αξία τόσα χρόνια». Έτσι με τελείωσες. Σου έδωσα το παιδί, μου πες να κάνω γρήγορα, πήρα κάτι για να φορέσω από πάνω και έφυγα. Έφυγα χωρίς καν να αποχαιρετήσω το μικρό μας κοριτσάκι. Ό,τι πιο σπουδαίο αποκτήσαμε πριν λίγους μήνες. Μπήκα στο αυτοκίνητο και έβαλα μπρος για το άγνωστο. Το μυαλό μου ήταν τόσο θολό και τα μάτια μου τόσο υγρά που δυσκολευόμουν να οδηγήσω. Σταμάτησα στην άκρη του δρόμου (έξω από την τράπεζα) και θρήνησα. Έκλαψα με σπαραγμό για τη ζωή που έσβηνε μπροστά μου. Πενθούσα τον ίδιο μου τον εαυτό. Έχασα το καλύτερο κομμάτι της ζωής μου, τη γυναίκα μου και τη μικρή μου. Τώρα πια μόνος, με μοναδική συντροφιά, τα δάκρυά μου. Άραγε πότε θα τις ξαναδώ; Άραγε πότε θα αντικρίσω ξανά το μουτράκι της μικρής μου να μου χαμογελάει; Άραγε πότε θα ξυπνήσουμε ξανά και οι τρεις μαζί; Άραγε ονειρεύομαι;

Του κράτησα συντροφιά για αρκετή ώρα, προσπαθώντας να τον παρηγορήσω. Δεν ξέρω αν αυτός έφταιγε, ξέρω όμως πως υπέφερε πολύ. Του ευχήθηκα καλή συνέχεια, του έδωσα τον αριθμό μου και του ζήτησα να μη διστάσει να με πάρει τηλέφωνο όποτε νιώσει την ανάγκη να μιλήσει σε κάποιον.

Πολλές φορές είναι πιο εύκολο να ανοίξουμε την καρδιά μας σε κάποιον άγνωστο παρά σε κάποιον οικείο.

Είχα ήδη αργήσει για τη δουλειά. Όμως μπήκα στο αυτοκίνητό μου και επέστρεψα στο σπίτι. Πήρα την κόρη μου αγκαλιά, την πήγα στο δωμάτιο όπου κοιμόταν η γυναίκα μου, τις αγκάλιασα και τις δύο και ξάπλωσα δίπλα τους…