Η σουρεαλιστικότητα του να είσαι μόνος μπαμπάς

Φωτογραφία © Paul Ripke

Πρέπει σε κάποιον να το πω για να εξιλεωθώ. Ντρέπομαι κάθε πρωί τους γειτόνους. Ντρέπομαι πάνω μου! Και κάθε απόγευμα που επιστρέφουμε στο σπίτι… για τα όσα συμβαίνουν μέσα στο σπίτι, γελάω πολύ και δε ντρέπομαι κανέναν…

γράφει ο Αλέξανδρος Παπαγιάγκου

Ας εξηγηθώ. Ό,τι έχει ο μικρός σε παιχνίδι, ιδέα, ρούχο, παπούτσι, σκούφο ή έμπνευση, πρέπει να το βρούμε εις διπλούν. Πρέπει να έχει ένα εκείνος, κι ένα ο μπαμπάς, γιατί έμαθε το παιδί μου να είναι δίκαιο, και είναι και λίγο σοσιαλιστής. Όλοι να έχουν από ένα, όχι ακριβώς κομμουνιστής και κοινοκτήμων, δηλαδή όχι επειδή έχω εγώ ένα, πάρε μπαμπά να παίξεις κι εσύ. Α, όχι. Το δικό μου είναι δικό μου, κι εσύ μπαμπά πρέπει να κάνεις κάτι για να έχεις ένα από το ίδιο…

Κάπως έτσι, όλα τα παιχνίδια του σπιτιού ονοματίστηκαν. Το playmobil με τα καφέ τα ρούχα είναι το δικό μου, με τα κόκκινα τα ρούχα το δικό του. Τα μπλε αυτοκινητάκια δικά του, τα κόκκινα δικά μου. Το γκρι σπαθί δικό μου, το πράσινο δικό του. Κι έρχονται και τα καλύτερα. Ο σκούφος με τον Μπομπ τον Σφουγγαράκη είναι ξεκάθαρα δικός του. Οπότε εμένα μου μένει αυτός με το Winnie the Pooh. Το αεροπλανάκι της Alitalia είναι δικό του, το άλλο της Qatar Airways δικό μου. Δεν ξέρει βέβαια τις εταιρίες (αν και απορώ) αλλά τα ξεχωρίζει με τα χρώματα.

Μέσα στο σπίτι λοιπόν, όπου και να κάθομαι, πρέπει να έχω στο χέρι μου, ναι, να το κρατάω στο χέρι μου, αυτό που θέλει ο μικρός να μου δώσει,  δηλαδή το αντίστοιχο παιχνίδι με αυτό που παίζει αυτός. Αυτή τη στιγμή λοιπόν, γράφω ένα κείμενο κι ο μικρός παίζει με την αστυνομία και τα playmobil. Οπότε, καταλάβατε; Εγώ γράφω στον υπολογιστή, και έχω εκ δεξιών μία αστυνομικίνα να βλέπει την οθόνη μου και εξ ευωνύμων ένα playmobil καφέ που πρέπει κανονικά να το κρατάω στο χέρι μου, αλλά ζήτησα άδεια να το αφήσω να ξαπλώσει πάνω στο τραπέζι μου. Με άφησε. Α, όλα κι όλα, είναι άγγελος ο γιος μου ­­– ό,τι χάρη του ζητήσω, μου την κάνει!

Κάθε πρωί που φεύγουμε από το σπίτι για να πάμε στις δουλειές μας (στον παιδικό πάει αυτός, αλλά δουλειά το λέμε εμείς), πρέπει να έχουμε πάντα μαζί μας κάτι από όλα αυτά, αν όχι πολλά από όλα αυτά. Έτσι, κάθε πρωί αλλάζουμε πάμπερς (ευτυχώς δε μου δίνει το δικό μου να το βάλω), ντυνόμαστε, αρωματιζόμαστε, και είμαστε έτοιμοι να φύγουμε. Εεε, αυτή ακριβώς είναι η στιγμή που τρέμει το φυλλοκάρδι μου, τι πρέπει να κουβαλήσω σήμερα και πως θα εμφανιστώ στο ασανσέρ της πολυκατοικίας.

Ευτυχώς τώρα τελευταία έχει κολλήσει με τα σπαθιά. Όπως και σήμερα, οπότε εκείνος φεύγει με το μπουφανάκι του, το κασκόλ του, την τσαντούλα του στον ώμο του (ή του την κρατάω εγώ αν βαριέται) και ένα σπαθί στο ένα χέρι και βγαίνει από το σπίτι με τη μουτσούνα του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή. Κι εγώ από πίσω, αφού κρυφοκοιτάξω από το ματάκι τι κυκλοφορεί στο διάδρομο της πολυκατοικίας, βγαίνω από το σπίτι με την τοπική ενδυμασία business που την έχουνε έθιμο οι επιχειρήσεις και πάλι καλά εγώ το πάω στο όσο πιο casual γίνεται, με την επαγγελματική μου την τσάντα στον ώμο και με ένα σπαθί μεγάλο γκρι, με μαλακή λαβή χρώματος κόκκινου και κίτρινου, και με τη μουτσούνα ευνούχου μπάτλερ.

Αυτά μέχρι να φτάσουμε στο αυτοκίνητο. Μόλις μπω στη θέση του οδηγού, ο μικρός ελέγχει αν είναι παλεύable να οδηγήσω ενώ κρατάω στο χέρι το σπαθί. Του εξηγώ πως «όχι» και το καταλαβαίνει ο καλός μου. Και μ’ αφήνει να το εναποθέσω στη θέση του συνοδηγού, για να μου κάνει παρέα στη διαδρομή. Η θέση του συνοδηγού μετράει μέχρι τώρα ένα σπαθί, ένα playmobil κουτσό, ένα καγκουρό από kinder έκπληξη, ένα χειροτέχνημα που είχα φτιάξει εγώ και ακόμα δεν έχω καταλάβει τι είναι, ένα αλογάκι, μία πασχαλίτσα, και ένα μπαλάκι λαστιχένιο που χοροπηδάει το σκασμένο και σε κάθε λακούβα και στροφή φοβάσαι μη σου ‘ρθει στο Δόξα Πατρί και τρακάρεις, κι αλλού τα playmobil, αλλού τα σπαθιά μας και θα με τρέχει με μηνύσεις ο γιος μου για καμία 5ετία. Kαι πού να βρεις δικηγόρο να σε υπερασπιστεί.

Μέχρι εδώ καλά να λέτε. Μόλις θυμήθηκα εκείνη τη μέρα που επέμενα πως έκανε πολύ κρύο κι έπρεπε οπωσδήποτε να φορέσει τον σκούφο του, τον Μπομπ αλλιώς δε θα βγαίναμε από το σπίτι. Αυτός άκουσε. Το φόρεσε. Όπως άκουσα κι εγώ. Και αφού ετοιμάστηκα με τη business ενδυμασία και κράτησα τη business τσάντα μου, φόρεσα το σκούφο με το Winnie the Pooh και οδήγησα μέχρι τον Παιδικό σταθμό. Άγιο είχα που δεν τράκαρα, να κατέβω σε αυτήν την κατάσταση και να αρχίσω να εξηγώ. Θα μου πεις έτσι γίνονται οι καλύτερες γνωριμίες, θα πετάνε κονφετί κι από τα μπαλκόνια.
Σας αφήνω τώρα, γιατί νομίζω πως ήρθε η ώρα που πρέπει να πάω να βάλω το πάμπερ μου να πέσω για ύπνο. Τόση ώρα γράφω και κρύωσε το δικό μου γάλα στο μπιμπερό…

Διαβάστε περισσότερa στο Χάπι Daddy και στο ομώνυμο βιβλίο του Αλέξανδρου