Νύχτα Δεκέμβρη, σχεδόν μεσάνυχτα, στο ένατο πάτωμα της μαιευτικής πτέρυγας σου έρχεται η επιφώτηση: όλοι πεθαίνουμε.
Και κανένας δεν μπορεί να ξέρει πότε ή με ποιόν τρόπο θα συμβεί. Το ξέρατε αυτό έτσι; αυτό όμως που δεν ξέρατε είναι, πως αυτή είναι μία αλήθεια που πάνω της χτίζονται όλες οι “αλήθειες” και μπορείς να χάσεις τον έλεγχο.
Σας μπέρδεψα;
Προσπαθείς, πραγματικά προσπαθείς. Προσεύχεσαι στον Θεό στον οποίο πιστεύεις. Παρακαλάς τους γιατρούς για ένα θαύμα που δεν μπορούν να σου προσφέρουν. Ορκίστηκες πως θα δώσεις ό,τι χρειάζεται, προσέφερες τη ζωή σου ολόκληρη, είπες θα την αφιερώσεις όπως Εκείνος κρίνει απαραίτητο. Κι όμως, δεν την έκλεισες τη συμφωνία, δεν τα βρήκατε στους “όρους”. Κι έτσι, μένεις δίπλα στις ξεθωριασμένες κουρτίνες στο δωμάτιο του νοσοκομειου να κρατάς αγκαλιά τον νεκρό σου γιό. Η μία και μοναδική φορά που θα τον κρατήσεις αγκαλιά για όλη σου τη ζωή.
Μόλις έξι ώρες νωρίτερα κάθεσαι δίπλα στη γυναίκα σου και με αγωνία λές: “σπρώξε, σπρώξε, σπρώξε” σε ένα δωμάτιο με νοσοκόμες που χαχανίζουν και έναν γιατρό “ό,τι να’ ναι”. Το όνομα του παιδιού αποφασίσατε να ειναι Γουίλι και μία από τις νοσοκόμες ρωτάει “πώς λεγόταν η ταινία; Ελευθερώστε τον Γουίλι;”. Αυτή η ταινία έγινε ο τίτλος της “μάχης” που δόθηκε εκείνη την ημέρα. Τέσσερις ώρες σπρωξίματος, μουγκρητών, δακρύων, συσπάσεων και τελικά έρχεται σιγά-σιγά και μετά μία και έξω, ένας ματωμένος ανθρωπάκος. Μόνο που είναι σιωπηλός. Κόβεις τον ομφάλιο και η παιδίατρος τον παίρνει στη γωνία όπου τον εξετάζει. Έλα, κλάψε, κλάψε μου λίγο…
Χαϊδεύεις το κεφάλι της γυναίκας σου και της λες όλα καλά. Είναι πανέμορφος, τελείωσε, τα κατάφερες.
Έπειτα από μερικά λεπτά εμφανίζεται μπροστά σου τυλιγμένος και ζαρωμένος, έτοιμος για τη μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Σε διαβεβαιώνουν. Δεν υπάρχει κάποιο σημαντικό πρόβλημα. Μάλλον μία μόλυνση στον πνεύμονα. Συμβαίνει συνέχεια. Θα τον πάρουν, θα τον σταθεροποιήσουν και σε καμιά ώρα μπορείς να πας να τον δεις.
“Γεια σου Γουίλι”. Χαιρετάς κι ας είναι σχεδόν σαν την παλάμη σου. “Γεια σου Γουίλι” Αυτή ήταν η γνωριμία με τον γιό σου. Κι έπειτα έφυγε.
Τρώτε κάτι με τη γυναίκα σου στο δωμάτιο και συνεχώς ρωτάτε τη νοσοκόμα αν μπορείτε να τον δείτε. “Σύντομα”, όλοι απαντούν “σύντομα”.
Καλείτε γονείς, φίλους. Περνούν δυό ώρες και έρχεται ο γιατρός να σας πει: ότι το αγοράκι σας είναι σε κρίσιμη κατάσταση. Δεν μπορεί να ανασάνει. Κάτι πρέπει να ανοίξει. Οι φωνητικές χορδές του, ο λάρυγγας, ούτε κι εκείνοι ξέρουν. Δεν υπάρχουν φόρμες για να υπογράψεις, δίνεις την έγκριση σου και προτού φύγει ο γιατρός η γυναίκα σου λέει: “σώστε το παιδί μου, σας παρακαλώ”. Έπειτα καταρρέει.
Παρά τη μπάρα στο κρεβάτι γέρνεις πάνω στη γυναίκα σου και πιέζεις τα σωληνάκια στον ώμο της. Το “μπιπ” της συσκευής παρακολούθησης καρδιακών σημάτων ακούγεται όλο και πιο γρήγορα. Αυτός ο ήχος θα σου μείνει τις εβδομάδες και τους μήνες που θα ακολουθήσουν. Παντού. Σαν μίασμα. Ο ήχος του κόσμου που καταρρέει.
Ξαφνικά εμφανίζονται τρεις γιατροί. Δεν θα υπάρξουν ήρωες. Δεν θα υπάρξει θαύμα.
Ποτέ στο παρελθόν δεν είχες κρατήσει νεογέννητο – ποτέ δεν είχες κρατήσει κάποιον τόσο “κοντινό” σου – ήταν το πρώτο σου παιδί και έτσι με σοκ καταλαβαίνεις πόσο μικρός είναι, πόσο ελαφρύς. Πιο ελαφρύς από όσο μπορούσες να φανταστείς. Σαν μια φέτα ψωμί. Και τόσο μαλακός. Η γυναίκα σου τον κοιτάει και λέει πως είναι τέλειος – και οι δυό χαμογελάτε για μια φευγαλέα στιγμή συνειδητοποιώντας πως ναι, είναι τέλειος. Τελειος. Με ένα προσωπάκι που ήξερες απλά δεν ήξερες πως “το ξέρεις”, μοιρασμένος ανάμεσα σε εσένα και εκείνη, ένα αποτέλεσμα εκπληκτικό, απίθανο. Ολόκληρο το κοσμικό θαύμα του χρόνου και της ύπαρξης, βρίσκεται μπροστά σου. Όσα θα μπορούσε να είναι. Μια ύπαρξη τέλεια, μαγική…νεκρή.
Τα λεπτά περνούν και τον κουνάς απαλά, τον αγκαλιάζετε εναλλάξ.
Νιώθετε πως αν κλείσετε έτσι λίγο τα μάτια θα δείτε σχεδόν την οικογένεια που θα είχατε – εξουθενωμένοι, αμήχανοι, τρομοκρατημένοι. Στην αρχή αυτού του ταξιδιού, όχι στο τέλος αυτού. Βγάζεις μία φωτογραφία με την κάμερα που έφερες για να αποτυπώσεις τη στιγμή που η γυναίκα σου θα τον κρατήσει. Μία σταγόνα αίμα τρέχει από τη μύτη του. Πιάνεις ένα χαρτομάντηλο και τη σκουπίζεις απαλά. Η μόνη πατρικη πράξη που θα κάνεις για εκείνον “ορίστε αντράκι μου, όλα καλά”. Είναι ακόμη σιωπηλός. Δεν μπορείς πια να κλείσεις τα μάτια και να φανταστείς. Όχι πια.
Πώς λες αντίο σε κάποιον που μόλις γεννήθηκε. Πως το είπα εγώ;
Τον κράτησα σφιχτά κοντά μου και του ψιθύρισα “ήσουν τα πάντα για εμάς Γουίλι, τα πάντα” και με αυτή την πρόταση τον έβαλα στο τρόλεϊ και έγνεψα στις νοσοκόμες που περίμεναν στο χολ κι έπειτα τον κοίταξα να απομακρύνεται.
Είδες το πρόσωπο του στον υπέρηχο τόσες φορές… Έστειλες φωτογραφίες αυτής της εξωγήινης φάτσας στους γονείς σας, στο ψυγείο. Πέρασαν μήνες να μιλάς, να ανυπομονείς. Τώρα το τηλέφωνο χτυπάει ασταμάτητα.
Συγχαρητήρια φίλε μου! Ποσο χαιρόμαστε, άντε να τον γνωρίσουμε.
Θες να απαντήσεις στα μηνύματα “Πέθανε”. Θες ο πόνος σου να γίνεις πόνος για όλο τον κόσμο. Είναι τόσο προφανής αυτός ο πόνος. Είναι ένα πλάσμα που ήρθε στον κόσμο και έφυγε. Είναι ένα αντικείμενο της άπειρης διάστασης. Θλίψη.
Σηκώνεις το τηλέφωνο και βγαίνεις στο χολ. Ξεκινάς να καλείς. “Δεν τα κατάφερε”.”Δεν τα κατάφερε”.”Δεν τα κατάφερε”.”Δεν τα κατάφερε”. Και κάπως έτσι, η πιο ευτυχισμένη ημέρα της ζωής σου έγινε η χειρότερη.
Στους μήνες που θα έρθουν θα κλαις παντού. Στο αυτοκίνητο, στο μπάνιο, στο κρεβάτι. Δεν θα υπάρξει “δύναμη να αρνηθείς” το κλάμα. Όλες οι άμυνες θα απενεργοποιηθούν. Θα μάθεις πώς είναι να τηλεφωνείς για αυτοψία, να προγραμματίζεις ταφή και μετά να λες στον εαυτό σου πως δεν είναι μάταια όλα.
Θα βγεις από το νοσοκομείο με ένα κουτί με αναμνήσεις από εκείνον. Τα αποτυπώματα από τα χεράκια και τις πατούσες του, τα οποία οι νοσηλεύτριες ευγενικά σας προσέφεραν. Θα βάλεις τα μωρουδιακά στο άδειο πορτ-μπεμπε, στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου.
Κι έπειτα θα κοιταχτείτε με τη γυναίκα σου σιωπηλά. Ο ουρανός θα είναι μωβ. Ένα αστέρι μόνο φαίνεται. Απύθμενη ατμόσφαιρα.