Ένας γεράκος με λεπτά χείλη και μάλλινο γιλέκο κάθεται πίσω από το παράθυρο ενός μικρού παραδοσιακού καφενείου, σκοτεινιασμένου από την κάπνα…
Κείμενο: Γιολίνα Μπρούσαλη
Περιμένει έναν φίλο του, θαμώνα, να έρθει για να του δώσει κάτι δημοσιεύματα από παλιές εφημερίδες που είχε κρατήσει για τη Θεσσαλία και τον ενδιέφεραν πολύ. Τα έχει σε ένα μαύρο δερμάτινο τσαντάκι, εκεί που φυλάνε όλοι οι γεράκοι τα πολύτιμά τους. Πίνει μικρές γουλιές τσίπουρο και κοιτάει κλεφτά την κόρη του που καπνίζει στην καρέκλα δίπλα του, κουνώντας το πόδι της με ανυπομονησία.
«Λοιπόν», του φώναξε, «πάμε να φύγουμε, δε θα τον περιμένω εκατό ώρες τον κύριο Κώστα, έχω και δουλειές να κάνω. Πόσο να κάτσω σ’ αυτό το βρωμοκαφενείο;» Ο πατέρας της αρχίζει να δικαιολογεί τον φίλο του και μετά να την παρακαλεί να κάτσει – δεν έχει λεφτά να γυρίσει με ταξί και δεν τον βαστούν τα πόδια του να αλλάξει τρία λεωφορεία. Εκείνη θυμωμένη, απότομη, ανυποχώρητη. Μετά από λίγες νευρικές ατάκες, και ακούγοντας τον πατέρα της να μουρμουρίζει «σήκω φύγε, άντε να μου χαθείς», πετάγεται όρθια, κλοτσάει το ξύλινο τραπέζι και του πετάει την τσικουδιά στα μούτρα ουρλιάζοντας. Σοκαριστήκατε, ε; Το ίδιο και οι γύρω της που έτρεξαν κοντά στον γερασμένο άντρα, τον σκούπισαν, του χτύπησαν την πλάτη λέγοντάς του δυο λόγια παρηγορητικά, και βρίζοντας έσπρωξαν την κόρη του έξω, μην πιστεύοντας την ασέβεια.
Το παραπάνω δεν ξέρω αν είναι αληθινή ιστορία. Το παρακάτω είναι, και το είδα πριν από περίπου έναν μήνα, στους χώρους του Ολυμπιακού Κολυμβητηρίου, όπου πηγαίνω τον γιο μου για μάθημα.
Ένα κοριτσάκι, περίπου τριάμισι χρονών, κλαίει σπαρακτικά ενώ το τραβάει η μαμά του από το χέρι. Οι γονείς έχουν και οι δύο την κλασική φάτσα πώς-την-πατήσαμε-έτσι-και-μας-έκανε-ρεζίλι-το-μούλικο, ή αλλιώς, δεύτερη φορά που πήγαν για μάθημα και η κόρη δεν μπήκε καν στο νερό. Γατί θέλει τον χρόνο της, γιατί θέλει τη μαμά της, γιατί θέλει να δει πρώτα, γιατί ακόμα δεν έχει συνειδητοποιήσει το καλό του αθλητισμού για το σώμα της, γιατί κρυώνει και δεν είναι η Τζι Άι Τζέιν, γιατί της δημιουργεί αποστροφή η φωνή της δασκάλας. Ο μπαμπάς της έξαλλος, που τραβιέται σαββατιάτικα στο Μαρούσι για να τον κάνει άλογο το σκατομαθημένο, και η μάνα του που φταίει φυσικά, γιατί εκείνος λείπει. Ναι, λείπει και όταν είναι εκεί έχει στο κεφάλι του πολλά.
Το κοριτσάκι είναι απελπισμένο, κλαίει σπαρακτικά, έχει καταλάβει ότι τους έχει θυμώσει, δεν είναι σίγουρη «γιατί», και ζητάει την πιπίλα της. Η μαμά, εντελώς παθητική στο σκηνικό, δεν είμαι σίγουρη αν επικροτεί τη μετέπειτα συμπεριφορά του άνδρα της ή αν φοβάται να διαφωνήσει, πάντως στα παρακάλια της μικρής παραμένει ανέκφραστη, παγωμένη. «Δώσε μου την πιπίλα!» ουρλιάζει εκείνος ο νταής. Η μαμά τη βγάζει από την τσάντα, το κοριτσάκι κάνει να απλώσει το χέρι, νομίζει ότι εισακούστηκε τελικά, αλλά ο νταής τής την αρπάζει μέσα από τα χέρια και συνεχίζει να της ουρλιάζει σαδιστικά στο αυτί: «Κοίτα την πιπίλα σου τώρα για να μάθεις», ή κάτι τέτοιο, μαζί με χριστοπαναγία, ή κάτι τέτοιο. Πετάει με όλη του τη δύναμη την πιπίλα στα χώματα και όταν εκείνη προσγειώνεται, πάει και τη λιώνει και με το χέρι του, ενώ η κόρη του κλαίει ακόμα δυνατότερα.
Τα πόδια μου έχουν τσιμεντωθεί στο πάτωμα, και το στόμα μου έχει ανοίξει διάπλατο ενώ επιστρατεύω όλες τις τηλεπαθητικές μου ικανότητες κοιτάζοντας τη μάνα-ούφο μήπως και κάνει κάτι στοργικό, έστω για να απαλύνει τη στιγμή, η κόρη μου μού σφίγγει το χέρι, με ρωτάει, εγώ ελπίζω να τελειώσει η κακία εδώ και να σηκωθώ να φύγω. Το κοριτσάκι είναι σε σοκ, η μαμά απλώς το κρατάει, ούτε που το κοιτάει, εκείνος προχωράει αγέρωχος μπροστά. Μετά από λίγα βήματα ξαναγυρίζει και κολλάει τη μούρη του σε εκείνη της κόρης του. «Δεν σου είπα να σταματήσεις;» Η μικρή φτύνει μύξες, της έχει κοπεί η αναπνοή. Το χαστούκι που τρώει με δύναμη και μανία, ξεγυριστό, μες στα μούτρα, δεν της αλλάζει και πολλά. Ούτε σε εκείνον. Συνεχίζει να τον τρελαίνει με το κλάμα της κρεμασμένη από μια μαμά-θεατή.
Φωνάζω ένα «Ντροπή» και πιάνω το σαγόνι μου που έχει μουδιάσει. Κάθε φορά που σκέφτομαι τη σκηνή, μουδιάζω, πονάει το στόμα μου.
Δεν ξέρω γιατί στην πρώτη περίπτωση θα ορμούσαμε πάνω στην κόρη που δεν σέβεται κανέναν και τίποτα με ευκολία, επειδή κακομεταχειρίζεται τον γέρο πατέρα της. Αν η ίδια, όπως πολλές φορές συμβαίνει, έχει υποστεί κακομεταχείριση και ιδιωτικά και δημοσίως με σιωπηλή συγκατάθεση όλων τριγύρω – οικογενειακού περιβάλλοντος, αλλά και περαστικών – γιατί υποθέτουμε ότι οφείλει να έχει βρει δύναμη στην καρδιά της να συγχωρήσει;
Ελπίζω αυτός ο μπαμπάς ή αυτή η μαμά, εκεί που περιμένουν σε κάποιο άλλο γυμναστήριο γιατί «πρέπει» και ας μην είναι έτοιμη η μικρή τους, να πέσουν πάνω σε αυτό το κείμενο. Ίσως αυτός ο μπαμπάς να μην κατάλαβε το τέρας που ξέρασε από μέσα του, ίσως η σιωπηλή αποδοχή της γυναίκας του να ενισχύει την απαράδεκτη συμπεριφορά, ίσως, λέω ίσως, να ταρακουνιόταν αν γινόταν δακτυλοδεικτούμενος. Αν του την έπεφταν όλοι στον δρόμο αποδοκιμάζοντάς τον, έτσι όπως θα έκαναν σε μία νεαρή κοπέλα που χτυπούσε τον γέρο πατέρα της.
Δεν λέω ότι το ένα είναι κακό και το άλλο όχι, αλλά προφανώς το ένα γεννάει το άλλο. Χίλια μπράβο σε όσους έχουν βιώσει τέτοια σκηνικά και έχουν σπάσει τον κύκλο. Στους υπόλοιπους, καλή συνέχεια. Η ζωή είναι μεγάλη όταν είσαι δυστυχισμένος και επιφυλάσσει εκπλήξεις όταν γίνεσαι ανήμπορος.
Πηγή: Taλκ