Η γιαγιά μου υπήρξε ένα υπέροχο πλάσμα. Ήταν ένας άνθρωπος που ο συχνός ερχομός της – από την γενέτειρα Ζάκυνθο και την Αθήνα μετέπειτα – σηματοδοτούσε χαρές και πανηγύρια στο σπιτικό μας. Ήταν εκεί σε κάθε έκφανση της ζωή μας.
Δύο χρόνια πριν, εκείνο το ξημέρωμα της 15ης Νοεμβρίου του 2017, “έφυγε” στις πλημμύρες της Μάνδρας. Που να φανταζόμουν, ό,τι ο χαμός της θα έπαιζε ως πρώτη είδηση σε τηλεόραση, διαδίκτυο και ραδιόφωνο.
γράφει ο Ανδρέας Φαδάκης…
Από τα πρωινά που δε πρόκειται να ξεχάσω ποτέ. Κυρίως, όμως, δεν θα ξεχάσω το μήνυμα στο κινητό από την μητέρα μου, όντας καθ’ οδόν για την δουλειά.
Με τον χρόνο να κυλά έκτοτε, τα συναισθήματα θυμού και οργής, έσβησαν. Αυτό που μένει δεν είναι το γεμάτο αγωνία και αναπάντητο “γιατί” που συνήθως βγαίνει αυθόρμητο σε τέτοιες περιπτώσεις.
Είναι ο τρόπος που ήρθε ο αποχωρισμός της, ένα τέλος που δεν αξίζει σε κανέναν άνθρωπο.
Σύντροφος οι αναμνήσεις, μονάκριβες σαν κι εκείνη.
Η γιαγιά μου, ήταν εκείνη που με προέτρεπε να κάνω αυτό που αγαπώ: το γράψιμο κειμένων και τις “ραδιοφωνικές εκπομπές” με ένα μαγνητόφωνο κι ένα ραδιόφωνο για συντροφιά. Λίγο – πολύ και τα δύο, σε ερασιτεχνικό επίπεδο, τα έκανα πράξη.
Ήταν εκεί στις σχολικές μας εκδρομές, στις εξορμήσεις της οικογένειας σε Καθαρά Δευτέρα και Πρωτομαγιά. Τα εγγόνια της, την ήθελαν κοντά τους.
Ήταν εκείνη που μου έδινε εκατό δραχμές για να πάρω την αγαπημένη μου εφημερίδα μετά το σχολείο. Ήταν μια πολυτέλεια και συνάμα το μυστικό μας.
Ήταν εκείνη, που για κάθε φορά που η απογοήτευση θα ερχόταν μετά από μια ήττα της αγαπημένης μου ομάδας, θα με έπαιρνε αυτήν την ξεχωριστή αγκαλιά (πόσο μου λείπει) και στοργικά θα μου έλεγε: “να είσαι πάντα περήφανος παιδί μου για την ομάδα σου.”
Ήταν εκεί, κάθε φορά, σε κάθε λύπη και χαρά.
Θα ήθελα, όμως, να ήταν σήμερα εδώ.
Να έβλεπα ξανά εκείνο το χαμόγελό της και μ’ έναν ελληνικό καφέ για συντροφιά να μιλάγαμε για τα νέα δεδομένα στη ζωή μου.
Την οικογένεια και τα δύο μου παιδιά, που δεν έμελλε να γνωρίσει.
Τις εικόνες και τις εμπειρίες της όταν έγινε μητέρα με τρεις κόρες για κληρονομιά.
Κάθε εποχή φέρνει τα δικά της και κάθε συζήτηση έχει το θέμα της. Νομίζω ότι αυτό θα κυριαρχούσε στη κουβέντα μας και με το σοφό του λόγου της, κάθε της λέξη θα ήταν σημαντική.
Νιώθω τυχερός που έζησα το θαυμαστό της ύπαρξής της.
Όπως πρέπει να νιώθει κάθε παιδί που ‘χει μια γιαγιά κι έναν παππού. Άρρηκτα συνδεδεμένοι και οι δύο με τα παιδικά μας χρόνια.
Μια κληρονομιά αναμνήσεων, εικόνων και συναισθημάτων.
Αυτά κρατώ σαν φυλακτό, από εκείνο το ξημέρωμα που χάθηκε ξαφνικά και αναπάντεχα.
Πήρε για συντροφιά την καλοσύνη, την μεγαλοψυχία της και μας χαιρέτησε. Έχοντας κρατημένη μια θέση εκεί πάνω από τον παππού Αλέκο.
Τζόγια μου, μας λείπεις.
ΥΓ: Για όσους έχουν μία γιαγιά κι ένα παππού στη ζωή, μη διστάζετε. Μία αγκαλιά κι ένα “σ’ αγαπώ”, είναι το ομορφότερο δώρο που μπορούν να πάρουν, τους το οφείλουμε.