Μαθαίνουμε να θεωρούμε ορισμένα πράγματα δεδομένα. Και, καμιά φορά, μαθαίνουμε να θεωρούμε δεδομένους ανθρώπους που δίχως αυτούς η ζωή μας θα ήταν εντελώς διαφορετική.
Μια μαμά, μιλάει για τα παιδικά της χρόνια, την παντελή απουσία του πατέρα της, τον αγώνα της να λύσει όσα αυτή δημιούργησε στην ψυχή της και την απέραντη ευγνωμοσύνη της σ’ έναν άντρα που αποδείχτηκε το ακριβώς αντίθετο από εκείνον που… δεν τη μεγάλωσε.
«Τα παιδιά μου έχουν τον πατέρα που δεν είχα ποτέ»
«Έχω πολύ λίγες αναμνήσεις από τον μπαμπά μου.
Και οι λίγες που έχω είναι θολές, σαν φωτογραφίες από Polaroid 30 χρόνων πριν. Το να προσπαθώ να θυμηθώ τον μπαμπά μου τότε, είναι σαν να προσπαθώ να ανακαλέσω σκηνές από μια ταινία που μετά βίας θυμάμαι. Δεν είμαι σίγουρη ποιες λεπτομέρειες είναι κατασκευασμένες και ποιες είναι αυθεντικές.
Υπάρχει μια καρέκλα κουζίνας… άδεια σε κάθε γεύμα μας. Ο χαρτοφύλακάς του δίπλα στην πόρτα. Η μυρωδιά απ’ το aftershave του και από καφέ, όταν μου φιλούσε το κεφάλι. Ο ήχος απ’ τα καλά του παπούτσια πάνω στο ξύλινο πάτωμα, καθώς έφευγε για ακόμα ένα μεγάλο επαγγελματικό ταξίδι.
Αυτά, κατά κύριο λόγο. Στιγμές και ήχοι της απουσίας του.
Πολύ λιγότερες, αλλά πολύ πιο πολύτιμες, είναι οι αναμνήσεις στις οποίες ο μπαμπάς μου ήταν παρών. Βλέπω τον μπαμπά μου, να γελάει στον ήλιο, να με σηκώνει στους ώμους του και να πηδάει τα κύματα. Νιώθω τα χέρια του να με σπρώχνουν μαλακά στην κούνια –πιο ψήλα, πιο ψηλά, πιο ψηλά.
Ένα μικρό κορίτσι αγαπάει πολύ τον μπαμπά του –αν έχει την ευκαιρία.
Υπάρχει όμως και μία ανάμνηση που είναι οδυνηρά καθαρή. Είμαι εγώ, που κοιτάζω απ’ το πίσω παράθυρο ενός station wagon του ’89. Κουνάω το χέρι μου και αποχαιρετώ το άσπρο σπίτι που αντιπροσώπευε ότι ήταν οικείο στον δικό μου κόσμο. Κι εκεί βρίσκεται ο πατέρας μου, που στέκεται στην μπροστινή αυλή. Χαιρετούσα και χαιρετούσα, μέχρι που το αυτοκίνητο έκανε τον κύκλο και κατευθύνθηκε προς μια νέα πόλη, για μια νέα ζωή. Μια ζωή που δεν θα τον συμπεριελάμβανε.
Βλέπετε… ήμουν ένα παιδί με πατέρα-απόντα.
Στην τετάρτη δημοτικού, η δασκάλα μάς ζήτησε να ζωγραφίσουμε την οικογένειά μας. Ζωγράφισα τη μαμά μου, με μαύρα σγουρά μαλλιά και κόκκινα χείλη που χαμογελούσαν. Ζωγράφισα τον αδερφό μου με πράσινα μάτια και σιδεράκια. Ζωγράφισα τη μεγάλη μου αδερφή με αλογοουρά στο πλάι και ροζ πουλόβερ. Ζωγράφισα τη γάτα μου με κυρτή ουρά. Και μετά, ζωγράφισα όπως όπως και τον μπαμπά.
“Ξέχασες να ζωγραφίσεις το πρόσωπο του μπαμπά σου. Λείπει το χαμόγελό του.”, είπε η κυρία Κάμπελ και μου επέστρεψε το χαρτί.
“Όχι, κυρία. Απλώς δεν θυμάμαι πως έμοιαζε.”
Η δασκάλα μου κατσούφιασε και με έστειλε στο γραφείο του σχολικού συμβούλου, γι’ αυτό που επρόκειτο να είναι η πρώτη από πολλές, πολλές συνεδρίες. Δεν είναι εύκολο να λύνεις το κουβάρι που αφήνει στην ψυχή σου ένας εξαφανισμένος γονιός, αυτό όμως προσπαθούσαμε να κάνουμε. Να μάθω να εμπιστεύομαι, να μάθω να αγαπώ, να μάθω να δίνω στους ανθρώπους μια ευκαιρία πριν τους διαγράψω.
Υποθέτω πως δούλεψε, γιατί χρόνια μετά γνώρισα ένα αστείο, τρυφερό αγόρι με μπλε μάτια και ερωτευτήκαμε βαθιά. Εμπιστεύτηκα αυτόν τον άντρα. Ήμασταν νέοι, χαζοί και φτωχοί κι έτσι, αποφασίσαμε να παντρευτούμε. Κι οι δύο ήμασταν φοιτητές με πολύ χαμηλούς μισθούς και καμία εξασφαλισμένη δουλειά.
Την ημέρα της πρώτης μας επετείου, γύρισα από ένα μάθημα, πέταξα την τσάντα μου στον σκονισμένο, λουλουδάτο καναπέ και άρχισα να κλαίω. Υπήρχε ένας ληξιπρόθεσμος λογαριασμός ρεύματος, πεθαμένες κατσαρίδες στο άθλιο διαμέρισμά μας και στον λογαριασμό μας είχαμε 8 δολάρια.
Τι σκεφτόμασταν κι αποφασίσαμε να παντρευτούμε; Πώς είναι δυνατόν να φτιάξουμε οικογένεια, όταν δεν μπορούμε να έχουμε ούτε φως στο σπίτι μας;
Και τότε, ο άντρας μου μπήκε απ’ την κουζίνα, κρατώντας δυο ντονατς με κεριά και τραγουδώντας “Happy Birthday to us”. Φυσήξαμε τα κεριά μας και κάναμε μια ευχή. Μετά φάγαμε τα ντόνατς καθισμένοι οκλαδόν στο πάτωμα. Όταν τελειώσαμε, έβγαλε δυο δολάρια απ’ την τσέπη του και μου είπε:
Θες να πάμε σινεμά;
Περάσαμε το υπόλοιπο απόγευμα σε ένα σινεμά του ενός δολαρίου, βλέποντας μια ταινία της Disney για δίχρονα. Θυμάμαι να κοιτάζω τον άντρα μου να γελάει φωτισμένος απ’ το μπλε φως της οθόνης. Θυμάμαι να σκέφτομαι τι απίστευτο θαύμα ήταν που είχα βρει έναν άντρα που έμενε δίπλα μου όταν τα πράγματα ζόριζαν. Και θυμάμαι να σκέφτομαι ότι δεν ήταν δυνατό να αγαπήσω κάποιον περισσότερο.
Και μετά κάναμε δυο παιδιά.
Σήμερα το πρωί, όσο το τυπικό, καθημερινό χάος ξεδιπλωνόταν γύρω μου, έβλεπα με δέος έναν απολύτως παρόντα πατέρα να βουτάει με το κεφάλι στον χαμό. Είμαστε ομάδα, αυτός ο άντρας κι εγώ.
Βάλε Mickey Mouse να παίζει και θα ψήσω τα τοστ.
Ετοίμασε το κολατσιό και θ’ αλλάξω πάνα.
Πλήρωσες τα δίδακτρα για το σχολείο; Κάτσε, θα φέρω το πορτοφόλι.
Τον κοιτούσα να φτιάχνει καφέ, όπως κάνει κάθε πρωί, με το μωρό στο πόδι του. Κρατούσε το μικρό της χεράκι ασφαλές, μακριά απ’ την κούπα λέγοντάς της ότι είναι «πολύ, πολύ καυτό». Επανέλαβε τη λέξη και φώναξε ενθουσιασμένη.
“Αγάπη μου, το άκουσες; Είπε ‘καυτό΄!”
Η καρδιά μου ήταν έτοιμη να εκραγεί και συνέχισα να αδειάζω την τσάντα του γιου μου. Άδειασα το περιεχόμενό της στον πάγκο της κουζίνας: ένα τσαλακωμένο σορτς, ένα χυμό μήλο και μια κουβερτούλα.
Μετά, πρόσεξα κάτι στον πάτο της τσάντας του.
Ήταν ένα κομμάτι χαρτί πάνω στο οποίο είδα γραμμένο με τον γραφικό χαρακτήρα της δασκάλας του “Η οικογένειά μου”. Νιώθω την ανάσα μου να κόβεται. Ανοίγω το χαρτί, το ισιώνω και δάκρυα τρέχουν απ’ τα μάτια μου.
Ένα μικρό αγόρι με μπλε μπλούζα, η μικρή του αδερφή, η μαμά του, τα δυο σκυλιά μας –όλοι ήμασταν εκεί. Και ο μπαμπάς του, κρατώντας καλάμι ψαρέματος.
Με αιώνιες αποδείξεις από κηρομπογιά, ο άντρας μου ήταν εκεί. Είχε πρόσωπο. Και χαμογελούσε.
Τα παιδιά μου έχουν το πατέρα που δεν είχα ποτέ. Και είμαι ευγνώμων.»